United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καραϊσκάκης επιθυμών να ωφεληθή καν κατ' άλλον τρόπον από το λάθος τούτο, διώρισεν έν σώμα Ελλήνων να ενεδρεύση κεκρυμμένον όπισθεν των εις το κενόν τούτο διάστημα διεσπαρμένων πετρών.

Η θεια-Συνοδιά ήτις έμεινεν επί τινας στιγμάς κυττάζουσα προς το ανατολικόν μέρος, τον διέκοψεν αποτόμως·Για ιδές, του λέγει, τ' είν' εκεί; Του έδειχνε τον θόλον του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς, όστις υπερείχε των τοίχων του ναού και του μονυδρίου, και είχεν αρχίσει να φαίνεται ήδη όπισθεν των δένδρων, τη βοηθεία λάμψεως τίνος επιφανείσης αίφνης.

Ο Δισνυσόδωρος ο ρήτωρ απήγγελλε μέρη των λόγων του και εχειροκροτείτο υπό των υπηρετών, οίτινες εστέκοντο όπισθέν του• ο δε Ιστιαίος, ο οποίος κατείχε την τελευταίαν θέσιν απήγγελλε ποιήματα, αναμιγνύων στίχους του Πινδάρου, του Ησιόδου και του Ανακρέοντος και σχηματίζων εξ όλων αυτών ποίημα αστειότατον, εις το οποίον ως να προέβλεπε τα μέλλοντα να συμβούν έλεγε• Συν δ' έβαλον ρινούς και

Εθεώρησαν περιττόν και να κρούσωσι καν την θύραν του ωργισμένου. Πλην πώς να γυρίσουν οπίσω; Μετ' ολίγον φως βιαστικόν επροχώρει ταχέως χαρασσόμενον επί των σκοτεινών οικιών της μεγάλης λιθοστρώτου οδού, της συνενούσης τας δύο μεγάλας της πόλεως συνοικίας. Εφώτιζεν ως αστραπή τους τοίχους κ' έφευγε προς τα κάτω, αφίνον όπισθεν του την νύκτα μελανήν και απρόσιτον.

Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων. — Περίμενε. Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.

Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις: — Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας εισέλθη. Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.

Εθλιβόμην προς εμαυτόν, διότι και το τελευταίον ίνδαλμα της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας εξηφανίζετο δια παντός, όπισθεν της παρακυψάσης σιδηράς ανιλεούς μορφής της πραγματικότητος. — Θα ήτο χιλιάκις προτιμότερον, έλεγον κατ' εμαυτόν, να μη είχον επανίδει ποτέ την Μάσιγγαν.

Οι χωρικοί καθαρώς και ευπρεπώς ενδεδυμένοι κατέλαβον οι γέροντες τα στασίδια, οι νεώτεροι τα προ των χορών κενά, νηφάλιοι και σιωπηλοί, κρατούντες πλαγιασμένας επί του στήθους των τας λαμπάδας μη αναφθείσας ακόμη. Όπισθεν δε των δρυφάκτων υπό το ημίφως των κανδήλων της γυναικωνίτιδος διέκρινε τις σκιεράς μορφάς, τας συναθροιζομένας γυναίκας.

Αγρόται αλωνίζουν εγγύς της ακτής, και όρνιθες εδώ κ' εκεί τσιμπούν με τα ράμφη των τους στίλβοντας ξηρούς χάλικας. Όπισθεν της Ίμβρου ουρανομήκης υψούται η κορυφή της αιπεινής Σαμοθράκης. Παραπλέομεν την Τένεδον μακράν και χθαμαλήν εν σχήματι μαχαίρας. Λόφοι γυμνοί και άθαμνοι.

Ευτυχώς δι' αυτόν οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γέρο-Παγούρη.