Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Καιρός ήτο ν' αναπνεύση πλέον τον αέρα του βουνού, πριν οι διώκται χωροφύλακες την κλείσωσιν, ίσως διά βίου, εις τα υγρά και ανήλια υπόγεια της ανθρωπίνης θέμιδος. Εξήλθε, και, κάτω εις τα βάθη της ψυχής της, εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή του βρέφους, του μικρού κορασίου του αδικοθανόντος.

Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.

Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρουοπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν τουίσταντο παραμονεύοντες, κυττάζοντες απλήστως προς την οικίαν. Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.

Την νύκτα οι χωροφύλακες καθήμενοι αργά εις το καφενείον του τον ήκουον συχνά ν' αναστενάζη, και καμμιά φορά τον έβλεπον να σπογγίζη τα μάτια του με ένα ωραίο μανδήλι, δώρον του Χρυσού.

Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.

Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του·Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!

Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημαεξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξοργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησε την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν.

Αφού οι Ρωμιοί της Καλαμάτας, ας πούμε από αιώνες τώρα συνήθισαν να κυβερνούν τις τοπικές δουλειές τους μοναχοί τους, τι έρχεται κι ανακατεύεται το κράτος; Τι έχει να κάνει στην Καλαμάτα; Το πολύ να γυρέψει φόρους λογικούς, και να τους εισπράξει με το καλό ή με το κακό, να διατηρεί χωροφύλακες, να επιθεωρεί τα σκολειά, τις εκκλησιές και τα τοπικά δικαστήρια, να κάνει κανένα ανώτερο δικαστήριο ή σχολείο, αν είναι ανάγκη, να αναλάβει κανένα μεγάλο δημόσιο έργο από κείνα που το κοινό της Καλαμάτας μοναχό του δεν μπορεί να καταφέρει, δρόμο, σιδερόδρoμο, λιμάνι, φάρο, στρατώνα.

Ήκουσεν η Γερακούλα ότι οι λησταί παρουσιάσθησαν ως χωροφύλακες και ότι εντός δισακκίου εφορτώθη ο είς τούτων τον θησαυρόν, και ανεμνήσθη πάραυτα του δειλού εκείνου χωροφύλακος, ον πρώτην φοράν έβλεπον εις την νήσον.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν