United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επέταξαν υψηλά υψηλά! Το δε άσχημον παπί ησθάνετο κάτι παράδοξον αίσθημα ενώ τους έβλεπε να πετούν. Εστρεφογύριζεν εις το νερόν ωσάν τροχός, ετέντωνε τον λαιμόν του διά να βλέπη τους κύκνους, και έξαφνα επέταξε μίαν τόσον μεγάλην και περίεργην φωνήν, ώστε ετρόμαξε το ίδιον.

Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.

Δεν θα ημπορούσα να βεβαιώσω πώς εσχηματίσθη αυτή η συσχέτισις των ιδεών, παρετήρησε με φρόνησιν, και σαν να μη είχε δοκιμάσει κρασί εις την ζωήν του, αλλ' &ακριβώς&, όταν η Μεγαλειότης σας εκτύπησε την μικράν και επέταξε κρασί εις τα μούτρα της, ακριβώς όταν η Μεγαλειότης σας έκανεν όλα αυτά, και ενώ ο παπαγάλος επροξένει τόσον θόρυβον από την άλλην πλευράν του παραθύρου, μου επανήλθεν εις το πνεύμα μου μία μοναδική ευχαρίστησις, ένα από τα αστεία της χώρας μας, που τα συνηθίζομεν ημείς πολλάκις εις τας μασκαράτας, τα οποία όμως θα περάσουν εδώ ως ανέκδοτα.

Και τότε η ελπίς επέταξε διά πάντοτε, και μία απελπισία κατά το μάλλον και μάλλον οξεία εβασίλευσε θριαμβευτικώς, διότι ήμην πολύ αγανακτημένος, παρατηρήσας ότι έλειπε το μαλακόν στρώμα που τόσον επιμελώς προετοίμασα, και επί πλέον έφθασεν εις τους ρώθωνάς μου η φρικώδης και χαρακτηριστική οσμή του υγρού εδάφους. Το συμπέρασμα επεβάλλετο: δεν ήμην εις το υπόγειόν μου.

Και την αυγήν, ευθύς που εξημέρωσε, το όρνεον επέταξε και με εσήκωσε μαζί του έως τα σύγνεφα του ουρανού, τόσον που δεν έβλεπα πλέον την γην και πάλιν εκατέβη με τόσην ταχύτητα που δεν αγροίκησα ποσώς. Όταν εκάθησεν εις την γην, εγώ ευθύς έλυσα το ζωνάρι μου από τον πόδα του και έμεινα λυτός. Τότε το όρνεον άρπαξε με την μύτη του έναν μεγαλώτατον όφιν δράκοντα και επέταξεν.

Την έσφιγξε εις την αγκαλιά της και με ένα φίλημα την έκαμε πάλιν κοριτσάκι. Το φοβερό ζώον ετρόμαξε τόσον, ώστε επέταξε μακρυά και εχάθη. Η Ανθούλα από την συγκίνησίν της εξύπνησε. Με προθυμίαν την ημέραν εκείνην η Ανθούλα επήγεν εις το σχολείον, η χαρά της ήτο μεγάλη, διότι ξαναεύρισκε εκεί τας συμμαθήτριας της.

Έξαφνα ο χηνίσκος της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, ο δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και, το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε κλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα και μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς.

Ανασκιρτάτε σπασμωδικώς επί της κλίνης σας, ως από φοβερού εφιάλτου εγειρόμενοι, αγανακτείτε, βλασφημείτε, συλλογίζεσθε ότι πληρόνετε τακτικώτατα τους φόρους σας, και ότι επομένως έχετε αναμφήριστον το δικαίωμα της οικιακής ειρήνης και ασφαλείας, στέλλετε μυριάκις εις τον διάβολον τους νυκτερινούς συναυλητάς και τους νεοφωτίστους αστυφύλακας, αλλά μ' όλα ταύτα ή μάλλον ειπείν δι' όλα ταύτα ο ύπνος σας επέταξε.

Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 αετός, που 'χετα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι τούτ' έδειξ' ο θεόςεμάς ή προς τον εαυτόν σου».

Όταν δε έφθασεν εκεί όπου ζουν αι Γοργόνες, φαίνεται ότι τας εύρε να κοιμώνται και κόψας την κεφαλήν της Μεδούσης επέταξε και έφυγε. ΙΦ. Και πώς τας είδεν αφού είνε αόρατοι; Και, αν συμβή να τας ίδη κανείς, δεν βλέπει πλέον τίποτε άλλο.