Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον ανάγκην των υπηρεσιών του.

«Ει», — ο Σατανάς μεταχειρίζεται και πάλιν την αμφιβολίαν με τον σκοπόν του να διεγείρη εις τον κόσμον το πνεύμα της υπερηφανείας, — ει υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Και ο Σατανάς επικαλείται τας Γραφάς: «Γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Τόσον βαθύς και πονηρός ήτο ο πειρασμός ούτος.

Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.

Προσκληθείς δε υπ' εμού ίνα εξηγήση το αίνιγμα, απήντησεν ότι εκ του γήρατος οι οφθαλμοί έρρεον δάκρυα, οι οδόντες είχον πέσει, η κόμη επολιώθη και ότι αντί δύο είχε προσλάβει και τρίτον πόδα την βακτηρίαν. Μετά την εισαγωγήν ταύτην αφού επί μακράν ώραν διά μυρίων ελιγμών αφήρπασα εκ του στόματός του αρχαία τινα διηγήματα, ήλθον εις το ποθούμενον θέμα.

Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησε, άμα την είδα εγύρισα την σφραγίδα, την οποίαν μου είχε δώσει ο Αράπης, προς το εσωτερικόν του δακτύλου, η δε Εκάτη εκτύπησε με τον δρακόντιόν της πόδα το έδαφος και έκαμε χάσμα τεράστιον, και ως στόμα του ταρτάρου, έπειτα επήδησε εις αυτό και εξηφανίσθη.

Και κάτου πια σαν έφτασαν ως στην αρχή του κάμπου, τότες αφτοίοι γαμπροί κι' οι γιοίγυρίζουν πόδα πίσω, 330 μέσα να παν.

Μίαν φοράν ηυτύχησε να επιβιβάση από μίαν ακρογιαλιάν της Λοκρίδος ένα κάποιον ορεινόν, όστις ήθελε να περάση αντικρύ εις την Εύβοιαν. Αλλ' ίσως ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ούτος επάτησε τον πόδα εις πλοίον εν γένει.

Ούτω πλανωμένη διέκρινε τέλος εις το πυκνότερον μέρος του δάσους αμυδρόν τι φως, προς ό κατηύθυνε τον κλονούμενον πόδα της, ελπίζουσα να εύρη εκεί φιλόξενον ασκητήριον ερημίτου.

Εσημείωσε το μέρος με τον πόδα, έλαβε το σίδηρον από την σπειρίδα του, το προσήρμοσεν εις το στηλιάρι, έκαμε τον σταυρόν του, κι' άρχισε να σκάπτη. Έσκαψε μισήν ώραν, έκαμε ρηχόν πλατύν λάκκον. Είτα εστάθη. — Έλα, μπάρμπα Γιαννιέ, τώρα, αράδα σου είναι. Ο Γιαννιός έλαβε την σκαπάνην και τον διεδέχθη. Έσκαψεν άλλην τόσην ώραν, επλάτυνε τον λάκκον και τον εβάθυνεν. Επί δύο τρεις ώρας ενηλλάσσοντο.

Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος. — Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους. Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα. Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ. Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος. — Ωχ! Ωχ!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν