Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα, των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480 και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα• αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485 όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
Αλλ' αντί να την πετάξη, η μαγείρισσα έσταξε βουλοκέρι εις την άκραν της σπασμένης σακκορράφας, και έπειτα εκάρφωσε με αυτήν το μανδήλι της εις το στήθος της. — Λοιπόν, έγεινα καρφίτσα τώρα, είπεν η σακκορράφα. Εγώ το ήξευρα ότι κάτι θα γείνω μίαν ημέραν! Όταν κανείς το έχει μέσα του, θα υπάγη εμπρός, όπως και αν γυρίσουν τα πράματα.
Όταν εισήλθον, εσιώπησε και με υπεδέχθη μετά λεπτοτάτης χάριτος. Ομίλει χαμηλοφώνως και εις την στάσιν της διέκρινέ τις το ωχρόν και φευγαλέον. Διέκρινα ίχνη θλίψεως εις το πρόσωπόν της, το οποίον με όλην την άκραν ωχρότητά του, δεν εστερείτο κάλλους. Έφερε βαρύ πένθος και όψις της μου ενέπνευσεν αίσθημα σεβασμού και ενδιαφέροντος αναμίκτου με θαυμασμόν.
Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν. Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν. «Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού Θεού!» Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.
Το εξής λοιπόν είναι δίκαιον να ενθυμηθούμεν επάνω εις αυτά. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή; Ξένος. Ότι, όταν μας ερώτησαν εις ποίον πράγμα πρέπει να εφαρμόσωμεν το όνομα του μη όντος, ευρέθημεν εις άκραν στενοχωρίαν. Το ενθυμείσαι; Θεαίτητος. Πώς δεν το ενθυμούμαι; Ξένος. Δεν μου λέγεις λοιπόν τάχα εις μικροτέραν στενοχωρίαν ευρισκόμεθα τόρα διά το ον; Θεαίτητος.
Και ο ενωμοτάρχης μέσω αυτών, σπασμωδικώς κινών την χείρα επί του όπλου, από της άκρας του κοντακίου εις την άκραν της κάννης, από του κινητού ουραίου εις τον ξυστόν, εις το κλισιοσκόπιον, εις τα ψέλλια, εξερεύγων ελευθεροστόμως και ακρατήτως τας φράσεις του, με μίαν παρρησίαν κάπως χαιρέκακον, μ' έκφρασιν θριάμβου επί της ηλιοκαούς μορφής του, με τον νευρικόν τρόμον εφ' όλου του σώματός του, ωμοίαζε προς κήρυκα αγωνιζόμενον να καθιδρύση νέους θεούς εις την συνείδησιν των αξέστων ακροατών του.
Ο δε Νικίας και οι Αθηναίοι, και αν ακόμη δεν τους προεκάλει ο εχθρός, ησθάνοντο καλώς ότι ήτο ανάγκη να μη επιτρέψουν να συντελεσθή το παράλληλον τείχος, διότι τούτο επλησίαζεν ήδη να υπερβή την άκραν του τείχους των Αθηναίων, και ότι, εάν αυτό έβγαινεν εμπρός, δεν θα υπήρχε καμμία διαφορά μεταξύ του να νικώσι διά παντός μαχόμενος ή να μη πολεμήσουν ολότελα.
Μίαν δε άκραν της γης τούτων των Γινδάνων, προέχουσαν εις την θάλασσαν, νέμονται οι Λωτοφάγοι, οίτινες ζώσι τρώγοντες μόνον τον καρπόν του λωτού. Είναι δε ο καρπός του λωτού κατά μεν το μέγεθος όσος είναι ο της σχίνου, κατά δε την γλυκύτητα όμοιος με τον του φοίνικος. Εκ του καρπού τούτου κατασκευάζουσιν οι Λωτοφάγοι και οίνον.
Ο πίθηκος έφερε σκαμνίον αντικρύ του τοίχου, εκάθισεν επ' αυτού επί των οπισθίων του, ήρχισε να περιστρέφη το βλέμμα επί των προσκεκλημένων, ως να ήθελε να τους επιθεωρήση όλους, και επί τέλους προσήλωσεν αυτό επί τινα, την ωραιοτέραν της ομηγύρεως κυρίαν αφού την εκύτταξεν επί τινας στιγμάς, έλαβε την άκραν της ουράς του μεταξύ των δακτύλων και ήρχισε να περιφέρη αυτήν επάνω εις τον τοίχον και επί τινα ώραν εξηκολούθησε να κυττάζη εναλλάξ το πρότυπόν του και να μεταχειρίζηται ως χρωστήρα την ουράν του.
Εγώ τότε έμεινα εκεί με άκραν μου λύπην εις μορφήν τοιούτου ζώου, εις τόπον άγνωστον, μην ηξεύροντας εις ποίον μέρος του κόσμου ευρισκόμουν, σιμά ή μακράν από το βασίλειον του πατρός μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν