United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κ. Πλατέας, κεχηνώς, δεν εγνώριζε τι να υποθέση. Αλλά δεν εστράφη. Έμενεν ακίνητος, προσηλών εν σιωπή τα βλέμματα εις του Λιάκου τους οφθαλμούς, προσηλωμένους πάντοτε προς τον δρόμον. Εκ της εκφράσεώς των ενόησεν ο Πλατέας ότι το αντικείμενον της προσοχής των επλησίαζεν, αλλά δεν ετόλμα ούτε να κινηθή, ούτε να ομιλήση. — Ειπέ τίποτε, ψιθυρίζει αίφνης ο Λιάκος επιτακτικώς.

Εν συνόλω ο τεσσαρακοντούτης ήδη Κ. Πλατέας παρετήρει μετά δυσαρεσκείας ότι το σχήμα του μετεβάλλετο βαθμηδόν επί το σφαιρικώτερον.

Υπό το φως του φανού είδεν αμέσως ότι τα πράγματα έβαινον κατ' ευχήν. Εφαίνετο άλλος άνθρωπος ο Κ. Πλατέας. — Τα ετελείωσες; ηρώτησε μετ' ανυπομονησίας. — Δεν είναι διόλου άσχημη, απήντησεν ο καθηγητής, μετ' εμφάσεως μη προκαλουμένης εκ της ερωτήσεως του φίλου του. Όταν ομιλή, η φωνή της είναι μουσική, η έκφρασίς της γλυκυτάτη! Το δε χεράκι της... Ω, το χεράκι της είναι εντέλεια!

Ακολουθών την διεύθυνσιν των βλεμμάτων του Λιάκου ο Κ. Πλατέας εστρέφετο ενίοτε και αυτός προς τα οπίσω, εστρέφετο δ' ολόκληρος διά να ίδη διά μέσου των ομματοϋαλίων του τι επέσυρε την προσοχήν του σωτήρος του· αλλά τίποτε δεν έβλεπε και εκαλοκάθητο πάλιν εις το σκαμνίον συνεχίζων την ομιλίαν του. Επί τέλους ο Λιάκος είδεν ό,τι επερίμενεν.

Ο πρωτοδίκης, προλαβών επιδεξίως, εκάθισεν εις τρόπον ώστε να βλέπη την προς το Μάνα άγουσαν, ο δε Κ. Πλατέας έλαβε κατοχήν του απέναντι σκαμνίου, στρέφων τα νώτα προς την εξοχήν, το δε πρόσωπον προς την πόλιν, όχι όμως και άνευ τινός ανησυχίας διά την επήρειαν του εσπερινού αέρος, ανησυχίας εκδηλουμένης διά συνεχούς συστολής των ώμων και διά του μέχρι του λαιμού κουμβώματος του επενδύτου του.

Αλλ' αι τοιαύται στιγμαί είναι ως αιώνες δια τον διερχόμενον αυτάς, η δε φαντασία υπείκουσα εις του αίματος τας βιαίας κινήσεις εργάζεται μετά τοσαύτης τότε ταχύτητος, ώστε, καθώς έλεγε μετέπειτα ο Κ. Πλατέας, εάν επεχείρει να καταγράψη όσα κατ' εκείνην την στιγμήν επεσωρεύθησαν εις την ενθύμησίν του, ηδύνατο να συνθέση τόμον ολόκληρον.

Όχι, δεν ηρνήθη, αλλ' έθεσεν όρον, ο οποίος δεν ειξεύρω πότε θα εκπληρωθή, και εν τω μεταξύ δεν θέλει να βλεπώμεθα. Προ δέκα ημερών δεν την είδα, έστω και μακρόθεν. Ώστε εννοείς τώρα διατί σήμερον με τόσην συγκίνησιν... — Τι είναι ο όρος του; υπέλαβεν ο Κος Πλατέας. — Να περιμένω μέχρις ου αποκαταστήση την πρωτότοκον θυγατέρα του.

Τον βλέπεις εκεί! εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας, εκδηλών επί τέλους το παράπονόν του. Να είναι ερωτευμένος και να το έχη κρυφόν από τον φίλον του! Να μη του εκμυστηρευθή τον πόνον του! Ας ήμην εγώ και έβλεπες. Άλλο δεν θα ήκουες παρά τους αναστεναγμούς μου! Και εξέβαλεν έν Αχ, ερωτικόν δήθεν, από τα ευρέα στήθη του.

Ο Κύριος Πλατέας, καθηγητής των Ελληνικών εις το Γυμνάσιον Ερμουπόλεως, επέστρεφεν από τον τακτικόν απογευματινόν περίπατόν του. Άλλοτε ο περίπατος ούτος εγίνετο εις τα Βαπόρια.

Και αυτός έτι ο Σεβασμιότατος Σύρου και Τήνου, ο ευλογήσας τον διπλούν γάμον, συμμετέχων της γενικής φαιδρότητος, ηθέλησε ν' αστεϊσθή και επηυχήθη ομηρικώς εις τον γαμβρόν, Σοι δε Θεοί τόσα δοίεν, όσα φρεσί σήσι μενοινάς. Εις ταύτα ο Κ. Πλατέας απήντησε μεγαλοπρεπώς, Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης!