United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.

Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πώς ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του.

Ευθύς μόλις ο Γιάννος ερρόφησε την πρώτην σταγόνα του νερού, η φοβερά ρήτρα της πλακός επηλήθευσεν.

«Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»... Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου. Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του». Ο Γιάννος ο περίφανος κι’ ο χιλιοπαινεμένος, Οπού είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.

Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια, Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος, Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι, Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου. Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης, Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.

Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.

Ετελείωσε· δεν μπορώ να περπατήσω· είπεν αίφνης ο Γιάννος, ιστάμενος. Τω όντι δεν ηδύνατο να κάμη βήμα προς τα πρόσω. Οι λεπτοί και οξείς πόδες του εβυθίζοντο ευκολώτερον εις την χιόνα· η κοιλία του ήγγιζεν αυτήν· από ώρας ήδη επεριπάτει πηδών, ως πεδικλωμένος, αλλά τόρα του ήτο αδύνατον και να κινηθή.

Και τούτο όχι από ελαφρότητά τινα συνήθη εις την ηλικίαν της· τουναντίον αύτη ήτο κόρη σοβαρά και εμβριθής, χαρακτήρος τολμηρού και αποφασιστικού. Αλλά δεν έκαμνε τας σκέψεις του Γιάννου. Της ήρκεσεν ότι έμαθε πως ο Γιάννος υπέφερεν εκεί, πως κάτι σπουδαίον έπασχεν από την μητέρα της και την εμίσησεν ευθύς.

Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τόρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ' έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κ' εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν.