Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.

Τ' αμπελοφύτια, τες σπορές του Πάνου ξεχωνιάσαν, Και του μικρού Αρχοντόπουλου το πατρικό πατήσαν Και σκλάβαν πήραν την καλή, την ακριβή αδερφή σου, Ο Γιάννος επαινέθηκεν άλλους να σκάψη κήπους Ο Πάνος λέει, άλλες σπορές, κι' αμπελοφύτια οργόνει. Μα το μικρό Αρχοντόπουλο άλλη αδερφή δεν κάμνει. Να πάη μονάχο ντρέπεται.

Κι’ αν είσαι συ πεντάμορφη και ταίρι σου δεν έχεις Στη χάρη και στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι Κι’ ο Γιάννος είν’ ασύγκριτος στα παλληκάρια μέσα.... Κι’ αν συ ταιριάζης μοναχά του Γιάννου για γυναίκα, Κι’ ο Γιάννος γι’ άντρας, Μάρω μου, μονάχα εσένα πρέπει!.. Γιατί τα φλογερά σου αυτά τα μάτια χαμηλόνεις; Μη δε σ’ αρέσει η προξενιά; Μη σ’ άλλον έχεις δώσει Την τίμιαν αρραβώνα σου, την πολυγυρεμένη;

Και θεωρούσα πάσαν παράκλησιν περιττήν πλέον, αφού κατέστρεψε το μέσον διά του οποίου την εταλάνιζεν ο βοσκός, εστράφη προς το χωρίον, συγκεκινημένη αλλ' ήσυχος διά το μέλλον. . « Ο Γιάννος πάειτα βουνά κ' η Μάρω πάειτους κάμπους ». — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . .

Σε τι οφείλεται αυτό δεν το ξέρω καλά-καλά, νομίζω όμως, ότι οφείλεται στη φήμη του ονόματος του Διγενή, που πολλές εποποιίες στα πέρατα του Ελληνισμού το έχουν. Στην Ήπειρο, ανάμεσα σε πολλά τραγούδια, που άλλο παρασταίνει το Γιάννο να πολεμάη με το Χάρο : « Ο Γιάννος λέει του Χάροντα... » Χωρίς αστένεια κι’ αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω, » Άιντε μας να παλέψωμε σε μαρμαρένιο αλώνι»

Η Μάρω θα παρεκάλει επιμόνως την μητέρα της να της δώση τον Γιάννο να παίξη ολίγον, εκεί δε εις την αυλήν, θα της ήρπαζε κάτι ο Γιάννος κ' επιτηδείως μικρόν κατά μικρόν, θ' απεμακρύνοντο των βλεμμάτων της μητρός των. — Τόρα να σε ιδώ, να σε ιδώ πολύ, είπεν η Μάρω περιπαθώς. — Κ' εγώ.

Μίαν φοράν εν τη μεγάλη αυτού ορμή συμπαρέσυρε και το σταμνίον από του οποίου έτρεξε το νερόν εις αύλακα μέχρι του λευκού όγκου όστις εκινήθη παραμερίσας. Η Μάρω, ήτις προσείχεν εκεί, ωπισθοδρόμησεν ιδούσα την κίνησιν εκείνην, τρέμουσα ως το φυλλοκάλαμον. — Ο Γιάννος, ο Γιάννος! έψιθύρισε φρικιώσα.

Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Ημέραν καθ' ημέραν ησθάνετο το θάρρος του ελαττούμενον προέβλεπεν ήδη το μέλλον φρικιών· θα ηγωνίζετο, θα ηγωνίζετο αλλ' επί τέλους θα υπέκυπτεν! — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο! ηκούσθη πάλιν υποτρέμουσα η φωνή της Μάρως, επανελθούσης εις την οπήν. Ο Γιάννος ανεπήδησεν εις την φωνήν και λησμονήσας ότι ήτο δεμένος ηθέλησε να σηκωθή.

Και ο Γιάννος αναγκάσθη να κρατήση τα πλημμυρίζοντα τους οφθαλμούς του δάκρυα και τα παράπονα τα καταθλίβοντα δυνατά την ψυχήν του. Εγνώριζεν ότι ο αγών τον οποίον είχεν αναλάβει ήτο άνισος και ότι έπρεπε τα πάντα να μετέλθη εάν ήθελε να εξέλθη νικητής. Αλλ' όμως όσον και αν προσεπάθει δεν ηδύνατο ν' αποδιώξη της κεφαλής του τας θλιβεράς σκέψεις.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν