Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εκείνος που είχε χάσει την σακκούλα γύρευε ακέριο το χρηματικό ποσό, που είχε μέσα, κι' εκείνος που την είχε βρη δεν τώδινε, λέγοντας, ότι είχε δικαίωμα να βαστάξη τα μισά για βρετικά, κι' από λόγο σε λόγο πιάστηκαν, κι' άρχισαν να χτυπιούνται στα γερά, φωνάζοντας: «βιο μου», ο ένας και «δίκιο μου!» μου ο άλλος.
Ολόκληρη η σελίδα αύτη ήτο υγρά από φρέσκα δάκρυα και εύρον γραμμένους επάνω στο περιθώριο της τους εξής αγγλικούς στίχους: Για μένα στάθηκες, αγάπη μου, Ό,τι η ψυχή μου επόθησε . . . Ένα καταπράσινο νησί στην αγκαλιά της θάλασσας, Μια πηγή και ένας βωμός, Πλημμυρισμένα από άνθη και μαγευμένους καρπούς, Και όλα αυτά ήσαν δικά μου. Όνειρο τόσο μαγικό που δεν μπορούσε να βαστάξη!
Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.
Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και δεν ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την χάριν του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να χαιρώμεθα.
Η Ελπίδα ξαφνίστηκε σα να της έδωκαν μαχαιριά. Την έγγιξε εκεί που την πόναγε. Το σπίτι της ήξερε τι άξιζε· και το σπίτι και το κλήμα της. Κι αν τάκανε θυσία, τάκανε μόνον για να βαστάξη ψηλά τόνομα της γενιάς του· της γενιάς εκεινού και τη δική της. Ο Αριστόδημος είνε σημερνός μα η γενιά είν' αιώνια. Αύριο θ' αλλάξουν τα πρόσωπα· θ' αλλάξουν και τα μυαλά μαζί. Τώλπιζε τουλάχιστον.
Μα όσοι πάλι, κι αυτοί είταν οι πιώτεροι, δεν είχανε δύναμη να κατεβάσουν την αλήθεια ως τη συνείδησή τους, παρά φύλαγανε την εικόνα της μονάχα στη φαντασία τους μέσα, καθώς ο Άρειος, έφεραν ολέθρια ζιζάνια μέσα στην καινούρια Κοινωνία, κ' έπρεπε μα το ναι να είναι ένας Χριστινανισμός για να τα βαστάξη και με τον καιρό να τα καταπνίξη.
ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο εαυτός σας. ΑΡΓΓΑΝ Ο εαυτός μου; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, δε θα βαστάξ' η καρδιά σας. ΑΡΓΓΑΝ Θα βαστάξη. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αστειεύεστε. ΑΡΓΓΑΝ Δεν αστειεύομαι καθόλου. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Η πατρική σας αγάπη δε θα σας αφήση. ΑΡΓΓΑΝ Θα μ' αφήση. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Κάνα — δυο δάκρυα, ένα αγκάλιασμα, ένα πατεράκο μου, έτσι, γλυκοπρόφερτο, είνε αρκετά για να σας συγκινήσουν. ΑΡΓΓΑΝ Όλα αυτά δε θα μου κάνουν τίποτα.
Τώρα ποιος είναι δυστυχής πιότερον από σένα, ποιόν αγριώτερα δεινά και συμφορές ακολουθούν τώρα στην αλλαγή του βίου; Αλλοίμονον! Του Οιδίποδος κεφάλι πολυτιμημένο, που το ίδιο το λιμάνι σου ’φθασε μέσα του ν’ αράξης πατέρας, σύζυγος, παιδί. Πώς τέλος πάντων, άμοιρε, το πατρικό κρεββάτι σιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξη τόσον καιρό, τόσον καιρό; Αντιστροφή β΄
ΧΟΡΟΣ Μα ήρθα τρέχοντας στων θεών τ’ αγάλματα, τι έχω σ’ αυτούς όλα τα θάρρη μου, όταν βροντούσε η πετροχάλαζα στις πύλες· τότε δα κι ο φόβος μ’ έσυρε να προσπέσω στους θεούς το χέρι τους επάνω μας ν’ απλώσουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Εύχεσθε να βαστάξη ο πύργος των εχθρών μας τη δύναμη· δεν είν’ αυτό στων θεών το χέρι; μα λεν πως παρατούν οι θεοί πόλη παρμένη.
Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν