Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.
Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτο ο παπά-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένειαν μέ τινας των εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτο ολίγον &τσάμης&, καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα εδώ-εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την συνήθειαν «ν' αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών του.
Αλλ' αυτή διέφευγε τρέχουσα μελιγμούς μεταξύ των βοσκόντων ζώων και κρυπτομένη όπισθεν πότε του ενός και πότε του άλλου βουκόλου. Αλλά και αν αυτή έπαυε προς στιγμήν, εξηκολούθουν οι άλλοι, μετ' ολίγον δε ηκούετο εκ νέου η φωνή της. Ο Μανώλης σταματήσας παρηκολούθει μ' ενδιαφέρον την σκηνήν και εγέλα μετέχων εξ αποστάσεως εις την ευθυμίαν των βουκόλων.
Και παρεκάλεσε τον Κομποδήμον είτα να της σχίση ολίγα ξύλα, διά να έχη μικρά και ευκολοβόλευτα διά τας εορτάς, ότι συνήθιζεν αργά να κάθηται ο Μπάρμπα-Σταύρος παρά την εστίαν κρατσανίζων κιδώνια ευώδη, ή τρώγων κάστανα και πίνων από το ωραίον κρασί του το μοσχάτο. Είχε παρέλθει το δειλινόν. Έξω ηκούετο θόρυβος και ταραχή εν τη αγορά χιονοβολουμένων των ναυτικών διά την καλή χρονιά.
— Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ' είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν — την μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν.
Δεν εφαίνετο εις το σκότος ανάμεσα εις τα δένδρα. Αλλ' ηκούετο το βήμα του όνου, η βέργα η πλήττουσα τα νώτα αυτού και το κέλευσμα του αναβάτου «α! ντε, ντε! όξου», το οποίον ούτος απηύθυνε προς το υποζύγιον οσάκις διέκοπτε το προσφιλές άσμα, εις το οποίον ώφειλε και το παρατσούκλι, δι' ου τον είχε καλέσει η θεια-Συνοδιά.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου. Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν! Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί έν βήμα..... Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις. ― Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!
Το θυγάτριον, μικρόν ράκος δύο ημερών ζωής, το οποίον είχεν έλθη κι' αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής.
Την εσέβοντο πάντες και ως γυναίκα μεγαλόψυχον και ως μητέρα τριών ανδρείων υιών, εκ των οποίων ο είς ευρίσκετο εντός του Αρκαδίου, έχων την σημαίαν αυτού υψωμένην επί του τείχους. Εις τας συσκέψεις ηκούετο η γνώμη της Χαρικλείας Δασκαλάκη και η γνώμη της ήτο να προτιμήσουν τον θάνατον παρά να παραδοθούν εις τους Τούρκους, καίτοι εν τη μονή είχεν υιόν, εγγονούς και άλλους συγγενείς.
Ουδέποτε επ' ουδενί λόγω θα επέτρεπεν εις τον σύζυγόν της, εις τον υιόν της, εις την μητέρα της, εις την αδελφήν της, εις την πενθεράν της, εις την ανδραδέλφην της, ν' αναβώσιν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνήθως άπαξ της ημέρας, την ώραν καθ' ην ηκούετο ο κώδων του εσπερινού, διά ν' ανάψη το κανδήλι, να κάμη τον σταυρόν της, και να θυμιάση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν