Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 και ανέβηκε ο Τηλέμαχοςτο πλοίον, κ' εκυβέρνα η Αθηνά, κ' εκάθισετην πρύμνη• και σιμά της κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί καιτα ζυγά καθίσαν, κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρόςτο μαύρο κύμα επάνω• κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, καιτην καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύτο κύμα• κ' έδεσεν όλα τ' άρμενατο μαύρο το καράβι, 430 και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.

Με το καλό νανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ' την Πόλη τα προικιά, τασημικά σου απ' τη Μαρσίλια. Κι' από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι..» Παλαβά λόγια!... Ορθός στεκότανε στην πρίμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στερηές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπριμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.

Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.

Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα.

Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.

Σκεφτόταν περισσότερο τη θεία του Νοέμι παρά την Γκριζέντα και του ερχόταν να κλάψει, να γυρίσει εκεί κάτω, να καθίσει πλάι της την ώρα που έραβε μες στην αυλή και ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του στα γόνατά της, κάτω από το πανί που έραβε. Έπειτα όμως ντρεπόταν για το όνειρό του, και γύριζε στο παραθυράκι της μικρής, μοναχικής του κάμαρης για να δει τη μητρόπολη του Νούορο.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...

«Τον εργαλειό μου με όλα τα σύνεργα του, ροδάνι, ανέμη, ρόκα, καθώς και το ασημένιο μου αδράχτι, αφίνω εις όποιαν από τας τρεις εγγονάς μου ημπορέση να υφάνη τακτικά και νοικοκυρίσια τρία δάκτυλα λεπτό βαμβακερό πανί, χωρίς ούτε μια φορά να κοπή η κλωστή.

Μίαν ημέραν βγαίνοντας ο Κουλούφ από το παλάτι, συναπαντά μίαν γυναίκα γραίαν σκεπασμένην με ένα πανί της Ινδίας και ο γύρος του πανιού ήτον κεντημένος με χρυσίον και ρουμπίνια· είχεν αυτή μία αρμαθιά μαργαριτάρια εις το ένα χέρι, και εις το άλλο ένα δεκανίκι, και πέντε σκλάβες σκεπασμένες και αυτές, και την εσυντρόφευαν.

Τα κουπιά της τρία, και τ' άλλα τυλιγμένα μέσα στο πανί., Παρακάτω στο μεσόστεγο του θωρηκτού στεκόντανε δώδεκα χονδρά μπουντέλια, και στο κουρζέτο μετρούσε δώδεκα χαλκάδες που δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρήση τους. Οι σκιές των πραγμάτων απλωνόντανε παντού και προσπαθούσεν απ' αυτές να μαντέψει τα ίδια τα πράγματα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν