United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλες οι νέες εξανάρχισαν να χορεύουν, να λαλούν, και να κάνουν κάθε λογής παιχνίδια, έως που ήλθεν η νύκτα. Και αφού ενύκτωσεν άναψαν διάφορα κηρία και λαμπάδες και εις το αναμεταξύ που ετοίμαζαν το δείπνον, η κυρά και ο Κουλούφ ευρίσκονταν μαζί, και εσυνομιλούσαν διάφορες υποθέσεις του βασιλέως· και ανάμεσα εις τες άλλες η κυρά τον εξέταζεν αν αυτός ο βασιλεύς είχεν εύμορφες σκλάβες.

Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.

Η πρώτη εντύπωση επέρασε κάθε λογαριασμό, κάθε προσδοκία. Τα λεβεντόπαιδα ενθουσιάστηκαν. Άναψαν κ' εκάηκαν μαζί της.

Αυτά είναι πια τυχυρά . . . Τα μυρίστηκε ο Νίκος. Κι' αυτά ίσα-ίσα του άναψαν πάλι τον πόθο για τη Λιόλια. . και τις άφηνε να λεν και να φτειάγνουν οι Χαρζανοπουλίνες, μόνο και μόνο γιατί μ' αυτά κι αυτά πύρωνε μέσα του ο πόθος για τη Λιόλια.

Ο κλήρος όμως της Αφρικής, που άλλο δεν έβλεπε παρά τη δική του ασφάλεια, έπειτα κ' η βαθιόρριζη εκείνη λαχτάρα του Ιουστινιανού να κυριέψη τη Δύση, τον άναψαν πάλε και ξαναπήρε την πρώτη απόφαση. Αρχίζουν οι τοιμασίες, και για να μην αφήση τίποτις μισό, μόλις στα 533 ξεκίνησε ο στόλος.

Μην πάβεις πριν τ' ανήμερο πελέκι, πριν στρυμώξεις τους Τρώες, κάθε μάννας γιο, μες στ' αψηλό τειχί τους, 295 αν δα ξεφύγει και κανείς· κατόπι, σα σκοτώσεις με το χαλκό τον Έχτορα, γύρνα στα πλοία πάλι. Νίκη, Αχιλέα, θέλουμε και δόξα να κερδίσειςΕίπαν και παν με τους θεούς. Κι' αφτός ορμάει στον κάμπο, γιατί την τόλμη τ' άναψαν τα θεϊκά τους λόγια.

Η Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της εκδικήσεώς του.

Μέσα στη μανία εκείνη του όχλου, που λες και θεριά ξελύθηκαν κ' έτρεχαν από παντού, όχι μια, παρά τρεις πυρκαγιές άναψαν τότες στη Νικομήδεια. Φώναζε ο Γαλέριος πως οι Χριστιανοί τις έβαλαν, αποκρίνουνταν οι Χριστιανοί πως ο Γαλάριος έφταιγε.

Η Πόλη, δεν είναι η Πόλη όπως την ήξερα· είμαι ε γ ώ. Δεν υπάρχει πια η Πόλη. Στην Πόλη ξύπνησαν και άναψαν μέσα μου όλες οι παλιές οι ταραχές μου και αποκάηκαν, και δεν απόμεινε μέσα μου παρά η στάχτη. Ήμουν κουρασμένος και ψυχρός, και κοίταζα με απονιά την Πόλη, όταν έβγαινε το πλοίο μου από το Βόσπορο· και ίσως ήμουν έτοιμος να θελήσω μεγάλα έργα ελληνικά για τα ερχόμενα χρόνια.

Η ανησυχίες των ανθρώπων για τους ανθρώπους, η έγνοιες όλων για τον ένα, η μεγάλες αγάπες που στέκουν απάνω απ' τον πόνο και τον καιρόάναψαν το λαμπρό σου βλέμμα που τρέχει στη μανία των κυμάτων! Άστρα που δεν ξέρουν γιατί φέγγουν θα ζήλεβαν τη δόξα του ταπεινού σου λύχνου.