Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς. Ήρθεν η ώρα του όρθρου.
1834, Αλωνάρη 27 . Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι. 1840, Μάης μήνας . Γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου. 1841, Απρίλη πρώτη . Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.
Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.
Δυο φλογερά δάκρυα &αυλάκωσαν& τα καταπάρθενα μάγουλά της, και σε ολίγο όλη η συνοδειά είταν μέσα στο χωριό, όπου άρχισαν να χωρίζωνται, γιατί η κάθε γυναίκα έμπαινε στο σπίτι της. Το Μικρό Χωριό είναι όνομα και πράμμα μικρό χωριό. Έχει το όλο δέκα μόνο σπίτια, χτισμένα με άσπρο ασβεστολίθι και σκεπασμένα με άσπρες πλάκες. Κεραμίδια εκεί δεν ξέρουν τι πράμμα είναι.
Κατοικούσα κάπου εδώ, σ' έν απ' αυτά τ' αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες.
Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε «Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, 60 πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.
Προστάζω να τον διώχνετε Θηβαίοι καθένας από τ’ αγνά τα σπίτια σας, γιατί μιαίνει, ως το μαντείον εκήρυξε, την πόλιν όλη. Εγώ λοιπόν το πρόσταγμα θενά τελέσω ο Φοίβος που μας έστειλε, και θα εκδικήσω τον σκοτωμόν του άμοιρου του βασιλέως. Κατάρα αφήνω, τούτα μου τα λόγια όλοι εις έργον να τα βάλετε, για το χατίρι της πόλεως, όπου φθείρεται, και το δικό μου.
Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.
Κ' εκείνοι πιστεύοντάς τους από τις πληγές και νομίζοντας, ότι είναι δίκαιο να εκδικηθούνε νέους, που ήταν από τα πρώτα σπίτια του τόπου τους, αποφασίσανε να κινήσουν άξαφνα πόλεμο στους Μιτυληνιούς και πρόσταξαν το στρατηγό, αφού ρίξη στη θάλασσα δέκα πλεούμενα, να διαγουμίζη τ' ακρογιάλια τους.
Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθή εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχωνται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθή προχείρως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν