Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κ' ύστερα έπεσε σαν πεθαμένος απ' την κούραση απάνω σ' ένα θρονί. Το γέρο το βασιλιά τον πήρανε τα κλάματα. Απ' τη χαρά του για το βρέσιμο κι' απ' τη λύπη του, που χάθηκε η βασίλισσα και πήρε τον καϋμό μαζί της. Σα συνέφερε λιγάκι φώναξε σιμά του το μαντατοφόρο και του είπε: — Γεια σου, άξιο παλικάρι. Κι' ό,τι μου ζητήσης εσύ και τάλλα παλικάρια, δικό σας να είναι....
Α! τη σκηνή εκείνη δε θα την λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου, καθώς και την άλλη οπ' ακολούθησεν ύστερα. Ο καφετζής ο Αζώηρος μας είπεν ότι στα καλά χρόνια του τού την είχε πωλήσει την εικόνα ένας μπέης γείτονάς του, οπώφευγε από τα Γιάννινα κ' εξέκαμε τα σωθέματα του σεραγιού του.
Κ' η γλήγορες μούλες, μόλις άκουσαν τη σαλαγή τ' αγωγιάτη, έσφιξαν την περπατησιά τους και μας μάκρεναν από το καρβάνι. Τους μπήκαμε κ' εμείς ύστερα με τα συρτάρια του καπιστριού 'ςτα καπούλια και με τες φτέρνες μας 'ςτα λαγγόνια κ' έστρωσαν 'ςτον ανήφορα της βρύσης του Ζαβογιάννη το πλιο γλήγορο και πλιο καμαρωμένο ραβάνι τους. Εμείς στη βρύση του Ζαβογιάννη κι αυτοί 'ςτον Πλάτανο της ρεμματιάς.
Αυτός είδεν εις τήνε μέσην ένα κρεβάτι υψηλόν, εις το οποίον ήτον το βασιλόπουλον που ανέμενε τον θάνατον και ύστερα από τόσες παράταξες, και φωτοχυσίες, και άλλα, ανέβη ο τζελάλης και του έκοψε το κεφάλι· έπειτα υπήγαν τέσσαρες ιερείς Κινέζοι, και του εσήκωσαν το κορμί με μεγάλην παρρησίαν, να το θάψουν εκεί που είχαν θαμμένα και τα άλλα βασιλόπουλα.
Μεγαλήτερο όμως κακό απ' αυτά πρέπει να στάθηκε η ασυνείδητη η επιμονή του βασιλικού ταμείου ναπαιτή τους καταγραμμένους φόρους από χτήματα που ρήμαξαν οι βάρβαροι κι από σκλαβωμένα σπιτικά, που καταντούσε να φεύγουν πια οι γεωργοί από τα χτήματα να γλυτώσουν, να ταφίνουν ύστερα κ' οι νοικοκυρέοι τους.
— Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε . . . μα κ' εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεώρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράμματα . . . Σαν τώκοψε κ' ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγαις μέραις 'πέθανε . . . Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο. Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
ΙΩΝ Σε παράνομο μην τύχη κ' ήλθες γάμο; ΞΟΥΘΟΣ Ε, πάντα ο νηός είνε τρελλός. ΙΩΝ Πριν πάρης του Ερεχθέως την κόρη; ΞΟΥΘΟΣ Πριν, όχι ύστερα ΙΩΝ Λοιπόν μ' έχεις γεννήση προτήτερ' απ' το γάμο σου; ΞΟΥΘΟΣ Τα χρόνια συμφωνούνε και με την ηλικία σου. ΙΩΝ Πώς βρέθηκα δω πέρα; ΞΟΥΘΟΣ 'Σ αυτό δεν ξέρω τι να ειπώ; ΙΩΝ Πώς πήρα τόσο δρόμο; ΞΟΥΘΟΣ Παραξενεύομαι κ' εγώ.
Οι λακέδες λέγανε αναμεταξύ τους στη γλώσσα των λακέδων: — Πρέπει νάναι κανένας άγγλος μυλόρδος! Το δείπνο ήτανε όπως τα περισσότερα δείπνα του Παρισιού: στην αρχή σιωπή, κατόπι μια αντάρα από λόγια, που δε μπορεί κανείς να ξεχωρίση τίποτα, ύστερα οικειότητες, οι περισσότερες ηλίθιες, ψεύτικα νέα, κακές κρίσεις, λίγη πολιτική και πολλή κακολογία· μιλήσανε επίσης για τα καινούργια βιβλία.
Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο πούτρεχε σαν τρελλός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες.
— Και δεν ξαναήρθε από τότε που «έδεσαν της πανδριές;» — Δεν ξανάρθε, παιδάκι μ'. — Και δεν της στέλνει γράμματα; — Κάποτε της έστελνε. Ύστερα έπαψε. Θαρρώ πως έχει καιρό να λάβη γράμμα. — Κι' αυτή τον καρτερεί ακόμα; — Τον καρτερεί. — Ως πότε; — Αχ, παιδάκι μ', μη μ' ερωτάς πολλά. Η 'πομονή πούχουμε ημείς η γυναίκες είνε μεγάλο πράμμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν