Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Αυτά τα παιδιά, με τα πλατειά ζουνάρια και τα μουστάκια τα στρημμένα, του χαλούσανε το στομάχι. Ούτε τα φερσίματά τους, ούτε τα λόγια τους, ούτε τα τραγούδια τους ήθελε να τακούη. Όλο και σαχλαμάρες. Πολιτική, κουβέρνο, συνδυασμοί, κωλυσιεργίες, ένα σωρό αηδίες. Αυτές ήταν οι κουβέντες τους. Κ' ύστερα φραγκοτράγουδα, γκαρίσματα, μπάσα και πρίμα, σωστές πριμαντόνες. Λίγο κρασί και πολλά φούμαρα.
Πηγαίνανε με την τάξη τους όλοι οι πρώτοι αξιωματικοί, πρόσπεφταν, το προσκυνούσαν, κ' ύστερα τασπάζουνταν. Κι ακατάπαβα μπαινοβγαίνανε δούλοι κ' επιστάτες του Παλατιού, ζητώντας του προσταγές, σα να ζούσε ακόμα· ώσπου ήρθε ο γιός του ο Κωστάντιος, ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, κ' έγινε ο ενταφιασμός.
Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του• «Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης• διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310 αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω 'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες 'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315 και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα• αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320
Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα εις την Καρίσμο.
Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που τούχε τάξει απ' την κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι. — Μη χολοσκάς, παιδί μου, είπε ο γέρος σύνωρα.
Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».
Όλοι πίστεψαν τα ψεύτικά του τα λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να πέραση από την ιδέα, ότι αυτός είταν ο φονιάς. Ύστερα από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέικα να παρηγορήση, κι' εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που κοίτονταν θλιμμένος σε μιαν άκρα της αυλής. Ώρμησε απάνω του σα μολύβι και του ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα.
Εμπρός ο Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα! — Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν θα τη φορέσωμε; — Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή. Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.
Εδώ απάνω ανεκατεύουνται κ' οι επίσκοποι της Ρώμης, πρώτα ο Σιμπλίκιος κ' ύστερα ο Φήλικας, και με το να υποστήριζαν τους φανατικούς ορθόδοξους άνοιξαν ακόμα πιώτερο τα κομματικά εκείνα χάσματα. Ο Φήλικας μάλιστα πήγε και κάτι πιο μακρήτερα. Κατηγορώντας τον Ακάκιο που αφήκε το Βασιλέα νανεκατεύεται στα θρησκευτικά, τον αφόρισε.
Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σαν — σύμφωνα με την ιδέα του — το κατάφερνε. — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής; Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε: — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν