Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα. Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη.

Ο καπετάν Σταθάς μου εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ'κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά· κι' ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο, που πολλούς μήνες ύστερα όπου μ' εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε ωρέ Γιώργη, δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;» «Όρεξι νάχης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσωΚαι τρεις φοραίς εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι.

Αλλά τελειώτερα θα μπορούσε να θεωρηθή με το χάρισμα κάποιας υπεροχής αγνάντια στάλλα του Βιζυηνού πεζογραφήματα το διήγημα που έδωκε την αφορμή στα προλογικά μου σημειώματα του βιβλίου τούτου: «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Αυτό είναι, θετικώτερα, το διηγηματογραφικό αριστούργημα του Βιζυηνού, καθώς συγκεντρώνει στα φύλλα του όλων των άλλων δεξιά συμπλεγμένα και συγκεντρωμένα τα χαρίσματα: την τραγωδία, την ηθογραφία, το χρώμα το τοπικό, την ποίηση με το λυρισμό, τη σπαραχτική συγκίνησι, το κέφι το ανατολίτικο, την ωραία πιστή και όμως πολύ πιο πέρα από τη φωτογραφία προχωρημένη αναπαράσταση τόπων, καιρών, ψυχών, προσώπων. «Οικογενειακή τραγωδία, καθώς και άλλοτε την είπα, εν αδιασπάστω συνοχή πλεκομένη και λυομένη» . Ο Κιαμήλ ο φονιάς ενός ανθρώπου, φονιάς πόσο συμπαθέστερος από το θύμα του, αθώος κακούργος, τρελός ύστερα πραότατος, ένα κήπο καλλιεργεί και τριαντάφυλλα μέσα στον κήπο, για να τα ξαναφυτεύη τα τριαντάφυλλ' αυτά στον τάφο εκείνον που σκότωσε.

Στην πρώτη πράξη το σπίτι του Ευρωπαίου ανατολίτη Μεμιδώφ με τη λάμψη του, με το θόρυβο του, με τα χάλια του γοργοδειγμένο, κ' ύστερα με το ξεσκέπασμα του γάμου του Κώστα που το δέρνει σα χαλαζόβροχο. Στη δεύτερη πράξη η φωλιά των νιόνυφων και ταργαστήρι του ζωγράφου• η χαρά του ωραίου τώρα και μαζί το φοβέρισμα κάποιου αύριο αγνώριστου και σκοταδερού. Στην τρίτη.

Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.

Καμμιά φοράτο νου του Το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε, Τάκουε που χλημήτιζε... 'ς το φυσσομανητό του Ταντιβοούσανε ταυτιά, του ξάναφταν τα μάτια, Κ' ύστερα πάλ' επλάκωνε με τη χαρά της νίκης Κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφινε να φωτίζουν Το μέτωπό του το τραχύ παράδοξαις ελπίδαις. Αντραγαθήματα παληά, χρυσοπλασμένα γνέφη, Μ' ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.

Τα σκυλιά τα μέρωσαν γλήγορα με συνηθισμένο μαύλισμα· έπειτα έφεραν στην πηγή το Δόρκωνα, δαγκωμένο στα μεριά και στους ώμους, του έπλυναν τις δαγκωματιές, όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών, και ύστερα του έβαναν επάνω χλωρή φλούδα φτελιάς, αφού την καλοκοπάνησαν.

Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Εκείνος μπροστά πηλαλώντας δαιμονισμένα, ο υπενωμοτάρχης βλαστημώντας με τη σπάθα του κροταλίζοντας στα λιθάρια, κι οι χωροφύλακες από πίσω. Μια πόρτα βρέθηκε εκεί κάπου ανοιχτή, κι ο νιός μπήκε μέσα κλίνοντας την με μεγάλο κρότο. Κατάφθασαν κ' οι άλλοι λαχανιάζοντας. Πηδήματα ακούστηκαν πίσω προς τον κήπο, οι καλαμιές έτριξαν δυνατά, κ' ύστερα ησυχία, τίποτε.

Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον άλλον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν