Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Τα πόδια μου βαστούσανε καλά, μα η ψυχή μου ένοιωθα πως γινότανε παραλυτική μέσα μου, σαν το κορμί του ζητιάνου. — Χωρίς άλλο, είπα με τον εαυτό μου, αυτός ο παραλυτικός είναι ένας ανόητος και δεν ξέρει τι λέει. Ας γυρίσω στη δουλειά μου.... Κοντοστάθηκα μια στιγμή κ' ύστερα γύρισα βιαστικός, σαν να με κυνηγούσαν. Πέρασα τον κάμπο γλήγορα — γλήγορα κ' έφθασα πάλι στη μεγάλη στράτα.
Αναμέρησαν όσοι στέκονταν κατάντικρυ της θύρας κι' άφηκαν ελεύτερο το μάτι της δόλιας της Μάννας να βλέπη προς τα έξω, κι' αυτή κάρφωσε τα μάτια της στο έμπα της θύρας για κάμποση ώρα, κι' ύστερα άρχισε το τραγούδι, σα να είταν γερή. «Ξενιτεμένο μου πουλί, γλυκό χελιδονάκι, «Η Ξενιτειά σε χαίρεται κι' εγώ πίνω φαρμάκι.
Υποφέραμεν εις το ταξείδι μεγαλωτάτους κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του Σολομώντος, αναμφιβόλως ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα μακρυνόν πλεύσιμον, εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί ανταμωνόμενος με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την Αίγυπτον. Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του.
Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ' έχη και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ναφήση το μοναστήρι και νάρθη μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρη κανένας, σε κάποιο ρημοννήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια. ....Όλα όμορφα και γλυκά είτανε γύρω.
Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο. — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό. — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'! — Μ' άφησε ένα παιδάκι. — Τι; Τι; Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό! — Βέβια! Βέβια!
Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους».
Και ύστερα από όλα αυτά αποτυγχάνω, και καθώς εκείνοι που φορούν τα υποδήματά των ανάποδα ανταλλάσσω την μορφήν του καθενός από σας και την πλησιάζω προς τα ξένα χαρακτηριστικά, ή καθώς γίνεται εις το βλέμμα μας εμπρός εις ένα κάτοπτρον, όπου τα δεξιά μετατίθενται εις τα αριστερά, κατά τον ίδιον τρόπον συμβαίνει να απατηθώ. Τότε λοιπόν συμβαίνει το λάθος και η ψευδής κρίσις. Θεαίτητος.
— Θυμάσαι το τι μου έταζες χτες; πως άμα ταποφασίσω, να σου το πω. Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς. — Κι άμ' η μάννα σου; του λέει ποιος θα την πάρη στο λαιμό του τη μάννα σου; Κι ο πατέρας σου; — Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξη, θα κλάψη, κ' ύστερα θα μερώση. Τι θάκανε αν είτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.
Και τούτη λοιπόν η εθνική μας ιδέα καταντάει ύστερα ύστερα στο &Εγώ&. Εκεί καταντούν όλα μας.
«Ύστερα από το σκύλλο, κατάφτασε η μάννα μου κουτσά-κουτσά, από τα γερατειά, ξεσκούφωτη από τη χαρά της, και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, άγια δάκρυα μητρικά· τρίτη κατάφτασε η θυγατέρα μου, κορίτσι ώμορφο, γερό και ασπροκόκκινο, με δύο μεγάλα-μεγάλα και μαύρα-μαύρα μάτια, που βρίσκονταν στο σύνορο της ηλικίας του παιδιού και της νύφης· τέταρτη κατάφτασε η αδερφή μου με τον άντρα της και τα παιδιά της, που έβλεπα για πρώτη φορά, και σα να είμουν άψυχο πράμμα, μ' άρπαξαν στην αγκαλιά τους, και μ' έφεραν και μ' απόθεσαν μέσα στον καλό τον οντά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν