United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαντάζεται κανένας τα ζήτω των παληκαριών για χάρη της Κλανομάρως. 'Σ τα 1826, ύστερα από τους περίφημους πολέμους της Αράχωβας, του Διστόμου και τόσους άλλους, ο Καραϊσκάκης με το στρατό του είχε κινήση κ' έρχονταν βοήθεια της Αθήνας, που κιντύνευε από τον Κιουταχή. Έφτασετο μοναστήρι του Άγιου Σεραφείμ όπου είναι και το λείψανό του, τιμημένο πολύ λείψανο από τους Ρουμελιώτες.

Εγώ τους είδα υστερώτερα από ολίγον, τον ένα ύστερα από τον άλλον, και ήλθαν εις την αυλήν που ήμουν, και απέρασαν από εμπροστά μου, καμωνόμενοι πως δεν με γνωρίζουν. Ω άνομοι, τότε τους είπα· ο Ουρανός έκαμεν ανωφελή την κακήν σας βουλήν· ζω ακόμη διά αισχύνην της βαρβαρότητός σας· επιστρέψατέ μου τα διαμαντικά μου ευθύς, επειδή δεν θέλω να είμαι πλέον εις συντροφιάν τέτοιων παρανόμων.

Μένων Όχι, Σωκράτη, συ ειπέ. Σωκράτης Θέλεις να σου κάμω την χάριν; Μένων Βεβαιότατα. Σωκράτης Θα θελήσης και συ ύστερα να μου ειπής περί της αρετής; Μένων Ναι. Σωκράτης Ας προθυμοποιηθώμεν λοιπόν, διότι αξίζει. Μένων Και πολύ μάλιστα.

Για να βγη ανεξάρτητο ένα έθνος, για να καταλάβη πως υπάρχει, πρέπει να το φέρη πρώτα η ποίηση που θρέφει στα σωθικά του, ύστερα το σπαθί. Ο μόνος ο νικητής είναι ο μάγος, γιατί ο μάγος, άμα φανή, βλέπει μέσα στου λαού την καρδιά. Δε βλέπει τους άλλους, τους κουρδισμένους, τους τσιτωμένους, τα ψέφτικά ταθρωπάκια. Χάνεις τον κόπο σου να γυρέβης να τα διής.

Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του.

Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος.

Ύστερα είπε: — «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη.

Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.

Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. Η ίδια. Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα. ΑΡΕΤOΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ Αρετ. Όνειρο πρέπει να είνε, κι ως τόσο ψέμα δεν είνε! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα!

Μα τότε δε μπόρεσε· επειδή έφτασεν ο Διονυσιοφάνης με την Κλεαρίστη· κ' ήτανε ταραχή μεγάλη από ζώα, δούλους, άντρες, γυναίκες. Μα ύστερα έφτιανε λόγο ερωτικό και μακρύ. Κ' ήτανε ο Διονυσιοφάνης μεσόκοπος πια, ψηλός όμως κι όμορφος και που μπορούσε και με παλληκάρια να παραβγή· μα και πλούσιος όσο λίγοι και καλός σαν κανένας άλλος.