United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι έλεγε: — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα. Άκουε τις ομιλίες των ναυτών. — Κι' άλλη τρίλλια. Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα: — Θα κινήσω πάντα λίθον.,, Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους.

Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.

Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάριΦοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη! Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη.

Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.

Μήτε πως είναι ο τάφος της σαν άλλοι, να νομίζης αλλά θα έχη της τιμές που οι θεοί μας έχουν και θα είναι αντικείμενον του σεβασμού των ξένων. Όλοι περνώντας από εκεί θα λένε, «Αυτή η γυναίκα πέθανε για τον άνδρα της, και τώρα ευτυχισμένη ζη με τους μάκαρας θεούς. Χαίρε, ω θεά, και είθε την ευτυχία και σε μας να δώσηςΜε τα λόγια αυτά θα χαιρετίζεται ο τάφος της.

Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του. — Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του. Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουποείχε πάρει πια να βραδυάσηφάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.

Ένας μικρός Μάκαρας σχημάτιζε τη φωνή γρύλλου καθώς έσερναν από κει τα σχοινιά των σημάτων, κι' όταν είχανε κατέβει τα σήματα ο Μάκαρας άφησε πάλι την ίδια φωνή του γρύλλου.

Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους. Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ. — Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψεπέντε χρόνια πάνε τώραπες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.