United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσέθηκεν άλλη τις εκ των παρισταμένων διά να φουρνίσωσι, βιαζομένη διότι ενύκτωνε. — Τι να τήνε κάμω τώρα; Επανέλαβε πάλιν η οργισθείσα γυνή. Δος' νε τ' δασκάλ'! Παρετήρησε, γελώσα η φουρνάρισσα. Τι να κάμη η ατυχής εκείνη; Να κάθηται να φιλονικήτον φούρνον; Παρέλαβε τα ταψία της ένα-ένα και απήλθεν.

Ορίστε οι οχτώ ή δέκα σωλήνες των μαύρων καπνοδόχων που ανεβαίνουνε στην κορφή. Είναι το περιστύλιο του ναού. Τα δοχεία, κατσαρόλες, ταψιά, κουβάδες, μηχανή για το καθάρισμα της πατάτας, αποτελούνε τα τείχη του ναού. Και οι χοντρές καραβάνες είναι οι προσκυνητές. Σ' ευσεβική γραμμή και μ' αριθμούς από κιμωλία στη ράχη 1, 2, 3, 4.... πάνω από τα 80.

Εσείς θα με μάθετε τη δ'λειά μ; Και προσέθηκε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ! Τωόντι ήξευρε την δουλειά της η φιλόπονος Μιλάχρω, διότι αλλέως δεν θα εγέμιζεν ως το μεσημέρι πέντε λεκάνες φουρνιάτικα. Αυτήν την φοράν όμως η Μιλάχρω είχε συμμάχους και υπερασπιστάς και άλλας γυναίκας, αίτινες ιδούσαι τον καπνόν έσπευσαν να φουρνίσουν τα ταψία των λέγουσαι: — Καλά λέει η Μιλάχρω!

Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς. Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι ήχων και φωνών.

Και έβλεπες τότε τα ξηρά και μαυρισμένα ως φουρνόξυλα χέρια της, ν' ανακατόνουν της κλάρες μέσα στον φούρνο. Και έβλεπες τότε να πετά έξω με βίαν τα ταψία με της βασιλόπηττες ρίπτουσα αυτά εις μίαν λοξήν και χωλήν παγκιέταν, κατακόκκινη από την θερμότητα και κάθιδρος από τον κάματον, με το κεφαλάκι τηςτον βαρύν κεφαλόδεσμόν τηςκρεμάμενον οπίσω από την πλάτην ως καλαθάκι πλήρες.

Ταυτοχρόνως δε η Μιλάχρω, ως είδομεν, υπολογίσασα ότι η θυγάτηρ αυτής είχεν ετοιμάσει πλέον τον μπακλαβάν και την βασιλόπητταν, από πρωίας μόνη της παλαίουσα, η φιλόπονος κόρη, εκόλλησε τελευταίον τον φούρνον διά λογαριασμόν της, αποδιώξασα τας αναμενούσας με τα ταψία γυναίκας κ' εφώνησεν: — Άιντε Χρυσώ!

Και αφού αυξηθώσι και είνε ανάγκη μεγαλειτέρου πάλιν χώρου, κατά τον αυτόν τρόπον τοποθετούσιν αυτούς εις μεγαλείτερα και περισσότερα ταψία, έως ου, αναπτυχθέντα τελείως πλέον τον ωραίον σκώληκα και γενόμενον φαιόχρουν, τοποθετήσωσιν επί ευρείας καλαμωτής, ην αποκρεμώσιν από των δοκών της οροφής διά τεσσάρων σχοινίων, επαλείφουσαι αυτά επάνω διά κατραμίου, ίνα μη κατέλθωσιν οι λαίμαργοι μύρμηκες.

Εκραύγασε γυνή ηλικιωμένη, χονδρή από τα δύο φουστάνια και κόκκινη από τον θυμόν της. — Λείπ' ένα ταψί! — Σώπα και συ, Χριστιανή μου! διέκοψεν η Μιλάχρω, κάθιδρος από τας φλόγας, κατέρριψε νέους κλάδους εις τον φούρνον. — Λείπ' ένα ταψί, θαπώ! Επανέλαβεν η ωργισμένη γυνή μετρώσα κατά σειράν επί της λοξής και χωλή παγκιέτας τα ταψία της. — Ένα, δύο, τρία, τέσσερα . . . . λείπ' ένα.