United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού η λαμπρή της Υπατείας στολή; και πού οι χαρωπές λαμπάδες; πού οι κρότοι και οι χοροί και τα ξεφαντώματα και τα πανηγύρια; Πού τα στεφάνια και τα παραπετάσματα; Πού η οχλοβοή της χώρας, κ' οι ζητωκραυγές στα ιπποδρόμια μέσα, και τω θεατών οι κολακείες; Πέταξαν όλα εκείνα, φύσηξε μια ο άνεμος και σκόρπισε χάμω τα φύλλα, και μας φανέρωσε γυμνό το δέντρο που τώρα σειέται ολόρριζο». Κ' ενώ από τη μια χτυπούσε αλύπητα την παραλυσία, τη ματαιοσύνη και την αθεοφοβιά των Ευτροπιανών, από την άλλη παράσταινε την καταστροφή τους με τρόπο που να μαλακώση τις καρδιές του λαού προς τον ταπεινωμένο τον Ευνούχο.

Αλλά η Βασίλισσα έπεσε κι' αυτή στα γόνατα μπροστά της και, αγκαλιασμένες, ώρα πολλή έμειναν λιπόθυμες. Δεν είναι η Βραγγίνα η πιστή, είναι ο ίδιος ο εαυτός τους που πρέπει να φοβούνται οι αγαπημένοι. Αλλά πώς θα μπορούσαν η μεθυσμένες καρδιές τους να γίνουν προσεκτικές; Η αγάπη τους σπρώχνει, όπως η δίψα σπρώχνει το ελάφι προς το ποτάμι.

Φοβήθηκαν και τον αφήκαν να περάση. Πήρε την Ιζόλδη στα χέρια του: «Φίλη, πρέπει κι' όλα να φεύγω. Σε λίγο θα μανακαλύψουν. Πρέπει να φύγω και ποτέ πεια δε θα σε ξαναϊδώ βέβαια. Ο θάνατος μου είναι κοντινός: μακρυά μας, ο πόθος θα με πεθάνη. — Φίλε, κλείσε τα χέρια και σφίξε με τόσο δυνατά ώστε απάνω σ' αυτό το αγκάλιασμα να σπάσουν η καρδιές μας κ' η ψυχές μας να φύγουν.

Είναι λοιπό να σε σεβαστή άνθρωπος και να σ' αγαπήση, που άνοιξες τις καρδιές μας και μας περέχυσες με το ρωμαίικο το φως.

Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κ' ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πίστη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάννας. — Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τηνε δης στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα. Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη. ... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας.

Γιατί γυρέβω ποίηση και γλώσσα; Μήπως για μένα τις γυρέβω; Την ποίηση και τη γλώσσα τις γυρέβω για τους άλλους, για τους άλλους πονώ και δουλέβω. Έλα, μικρό μου, το λοιπόν, ας αφήσουμε τη δόξα κι ας συλλογιστούμε μόνο την αγάπη. Την αγάπη να βάλουμε τώρα με το νου μας. Ο κόσμος αγάπη διψά. Είναι τόσοι δυστυχισμένοι, είναι τόσοι φτωχοί, είναι τόσες καρδιές πικραμένες. Έλα ναγαπήσουμε τον κόσμο.

Δεν τονειρεύτηκε, σα μάζευε τους δαυλούς κάτω από το καζάνι της Ρωμιοσύνης και τους άναβε, πως το καζάνι φυσικό του είτανε να βράση και να ζεματίση μάλιστα πολλές καρδιές, και πρώτη πρώτη τη δική του. ΠΕΜΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα υστερνά του Κωσταντίνου Βαριά κι απελπισμένα τα πέρασε τα στερνά του αυτά χρόνια. Τι παράξενο, θα πήτε, να θλίβεται και να στενοχωριέται ύστερ' από τα χάλια που προϊστορήθηκαν!

Έτσι θα βλέπουμε όλη την ιστορική σειρά της ελληνικής από τα παλιά τα χρόνια ίσια με την ώρα που μιλούμε. Τέτοιο έργο μπορεί νανάψη νέων καρδιές και κεφάλια. Είναι μια χαρά να φανή κανείς πρώτος στην επιστήμη και να κάμη πράμα που δεν τόκαμε κανένας πριν. Πρέπει να ξεπεράση όσους έγραψαν, όσους μελέτησαν τη γλώσσα. Ο πατριωτισμός θα του δώση δύναμη, πόθο και φωτιά. Δε θάχη πρόληψη καμιά.

Μπορεί να βρεθή μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταίνεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι. Άκουσα και πως αγαπάς να κάνης πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμης και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρης τις καρδιές που στενάζουν, — όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρης.