Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
— Δεν κάνεις το σταυρό σου, επανελάμβανε συχνά, να πανδρευθής τώρα που σε γυρεύουν; Ταχειά σα σουφρώσης, ποιος θα γυρίση να σε κυττάξη; Αλλ' η νεάνις είχε τον σκοπόν της. Απίθανον μεν και σκοτεινόν, όνειρον σχεδόν, πλην είχε πάντοτε ένα σκοπόν, ένα όνειρον. Κάθε άνθρωπος έχει το όνειρόν του.
Ο άπρεπος λόγος — το πλάγιο χτύπημα — το βαμένο χαμόγελο — το μίσος που έτρεμε πριν χτυπήση — η δειλία που δεν τόλμησε να κυττάξη πίσω για να ιδή αν εκέντησε — αυτές ήταν η πληγές μου. Πέθανα χωρίς να με χτυπήση ένα σπαθί. Τέλειωσα λίγο λίγο, από κεντρί. Κ' όμως με χτυπούσε το γένος των ανθρώπων — αυτό που δημιούργησε τον πόλεμο και την ιστορία!
Μα η Κερά Ελέγκω δεν ήξερε καμώματα. Ζωή σε λόγου σας!-χαιρέτησε καθώς μπήκε μέσα η Χαρζανοπουλίνα· και βλέποντας τη Λιόλια που δίπλωνε τα ρουχαλάκια της, γιάλισαν τα μάτια της και είπε: Και για που τόβαλε το καλό το κορίτσι; Βλέπω και μαζεύεις τα ρουχαλάκια σου! Την παίρνω σπίτι μαζί μου. . τώρα πια τι δουλειά έχει εδώ! αποκρίθηκε πικαρισμένη, η θεια Ελέγκω, χωρίς να γυρίση να κυττάξη. Αμή βέβαια! καλά κάνεις!
Αυτός ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε.
— Ο λάκκος εδώ που είνε, είπεν ο Γιαννιός, δεν θα φαίνεται απ' το μονοπάτι κάτω. Ποιος θ' ανεβή εδώ απάνω να κυττάξη; Κρύψε την τσάπα μέσ' τα χώματα, φέρε τo ζιμπίλι σου εδώ, και πάμε στη βρύσι να κολατσίσουμε. Κατήλθομεν ως πεντακόσια βήματα κάτω, εις το ρέμμα, όπου ηκούετο να κελαρύζη το νερόν.
Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «τούτα όλα, ω Τειρεσία, τ' αποφάσισαν οι θεοί• πλην τώρα δίδαξέ με να μάθω αυτό 'που σ' ερωτώ• 'κεί πέρα της μητρός μου 140 την ψυχή βλέπω, και βουβή μένει σιμά 'ς το αίμα, και τον υιόν της δεν τολμά 'ς τα μάτια να κυττάξη, ούτε καν λόγο να του ειπή• συ, κύριε, δίδαξέ με αυτή πώς θ' αναγνώριζεν εμένα ότ' είμ' εκείνος».
Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον.
Έτσι γύριζε μέσα στην Πολιτεία, σκιάχτρο και σύχαμα, κάτω απ' την απονιά τουρανού και μες στην καταφρόνια των ανθρώπων η γρηά — Δροσούλα. Μέσα στο καλύβι της ούτε καντήλι είχε να της φέξη — τουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίους — ούτε φωτιά να πυρωθή, ούτε ψυχή να την κυττάξη.
Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάνα — δυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα: — Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου; Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντες;» έλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε». Μπήκε άλλος. — Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.
Εφυλάττετο να την κυττάξη, και δεν ωμίλησε πλέον περί αυτής εις την γραίαν. Αύτη πάλιν δεν είχε διηγηθή εις την νεάνιδα τι τη είπεν ο ξένος κατά την πρώτην συνέντευξιν. Περί αλλοίας δ' επιβουλής ουδένα είχε φόβον η Αϊμά, διότι ηγνόει σχεδόν και το δυνατόν τοιαύτης. Προς δε τους χαλκείς ο ξένος ήτο όλως ανύποπτος, διότι δεν εφαίνετο πολύ νέος. Ήτο πλέον ή τεσσαράκοντα ετών.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν