United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να κυττάξη κανείς ένα πράμα είναι πολύ διαφορετικό από το να το βλέπη. Δεν βλέπει κανείς κάτι όσο δεν βλέπει την ομορφιά του. Μονάχα όταν τη δη, έρχεται εκείνο σε ύπαρξη. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουν την καταχνιά, όχι γιατί είναι καταχνιά, αλλά γιατί οι ποιηταί και οι ζωγράφοι διδάξανε τη μυστηριώδη ερασμιότητα τέτοιων φαινομένων. Μπορεί να υπήρχαν καταχνιές στο Λονδίνο αιώνες τώρα.

Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου». Εφ' όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου.

Εκείνος σηκώθηκε· μα έμεινε ορθός μπροστά του με το κεφάλι σκυμμένο. Ήθελε να δείξη πως δεν τολμούσε να κυττάξη στα μάτια τον αφέντη του. — Έλα, Πέτρο· κάτσε! του είπε δείχνοντας θέση κοντά του. Εκείνος τίποτα. Ξαναπροσκύνησε μα δε σάλεψε από τη θέση του. Ο Χαγάνος καταυχαριστημένος τον έπιασε από το χέρι και τον έβαλε κάπως στανικά να καθίση.

Ποιος γυρίζει να τις κυττάξη; Όλοι γυρεύουνε μετρητά, δεν ξετάζουνε τιμή και υπόληψη. — Ούτε ωμορφιά, ούτε νιάτα! είπε η Αννίτσα. — Σα δεν κυττάζουνε την τιμή και την υπόληψη, πούνε το πρώτο πράμμα στη γυναίκα, ξαναείπε η Ταρσίτσα, τι γυρεύεις παρακάτω; Στην Αθήνα είνε άλλος κόσμος. Είνε τριάντα χρόνια τώρα που λείπω, μα θαρρώ πως είμ' εκεί ακόμα. Άλλοι άντρες, παιδί μου. Όλο καρδιά!

Η ιδέα μου τόσον του ήρεσε, ώστε τον έκαμεν αμέσως να λησμονήση την κούρασίν του· επλησίασεν επί της άκρας των ποδών εις το βαρέλι, έθεσε την χείρα επί του υγρού σώματος, εστράφη τότε να με κυττάξη, εξέφραξε μετά ενθαρρυντικόν νεύμα μου την οπήν και το νερόν εξεχύθη ως κρυστάλλινος κρουνός επί της κονιορτώδους ατραπού.

Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.