Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Μετά τούτο ο κυρ-Δημάκης, συλλογισμένος πάντοτε, κατηφής και άφωνος ως να έγραφε την διαθήκην του, εκάλεσε την Αχτίτσαν, μόλις ξαβοηθήσασαν το σακκίον των ελαιών. Δύο-δύο ανήλθεν η γραία τας βαθμίδας από της χαράς, πιστεύσασα, ότι ο κυρ-Δημάκης θα ώριζεν αυτή την ημέραν των αρραβώνων και των γάμων: — Κ' ήθελα παιδί μου, να σε ρωτήσω από τα πρωί, για να ζυμώσωμε τα Χριστόψωμα.

Αφ' ού είπε ταύτα ο Σωκράτης, έγεινε σιωπή, δια πολλήν ώραν· και ο ίδιος, καθώς φανερά εφαίνετο, ήτο συλλογισμένος με την ομιλίαν, την οποίαν έκαμε, καθώς και οι περισσότεροι από ημάς.

Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.

ΕΔΓΑΡ Τι έπαθες, Εδμόνδε αδελφέ; Τι είσαι τόσον συλλογισμένος; ΕΔΜ. Συλλογίζομαι, αδελφέ, μίαν προφητείαν, την οποίαν εδιάβασα ταις προάλλαις, το τι θα μας φέρουν αι εκλείψεις αυταί. ΕΔΓΑΡ Με αυτά τα πράγματα χάνεις τον καιρόν σου; ΕΔΜ. Σε βεβαιώνω ότι κατά δυστυχίαν όλα τα κακά, όσα προλέγεις γίνονται.

Τώρα όμως εξ αυτών ενόησα, ότι δεν είνε ασφαλές να συντρώγη με τοιούτους σοφούς, άνθρωπος με ειρηνικόν χαρακτήρα. ΕΡΜΗΣ. Ω Ζευ, γιατί συλλογισμένος φαίνεσαι και μόνος σου μιλάς; γιατί περιπατείς ωχρός και φιλοσόφου χρώμα έχεις; Σ' εμένα την καρδιά σου άνοιξε και λέγε μου μ' εμπιστοσύνη τον πόνο και τη σκέψι που σε βασανίζει .

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Και θ' αποθάνη; είπα συλλογισμένος γιαυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκρυζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κιαδυσώπη του δύναμη. Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι.

Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν