United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωστόσο, είπ' ο Λογιότατος πάντα συλλογισμένος, δεν μπορείς να μου αρνηθής, πως είναι ακανόνιστη και γεμάτη βαρβαρισμούς. Κάθε γλώσσα, αποκρίθηκε ο Γέροντας, μιλιέται κατά τον τρόπον, οπού συνηθιέται από όλο το Γένος. οπού θελά ειπή, κάθε γλώσσα έχει τους φυσικούς της κανόνες. Ακανόνιστος τρόπος, ή βαρβαρισμός είναι ο ξένος κι' αλλιότικος από τον συνηθισμένον.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

'Σάν σας θυμούμαι, Γιάννινα, αχ πώς, πώς να μη κλάψω; Ακόμα ο Γραμματικός κάθεται ξαπλωμένος· Ακόμα δείχν' η όψι του πούνε συλλογισμένος. Αχ! νάξερα τον πόνο σου, Θανάση μου, τον τόσο, Και να μπορούσα ο δύστυχος να σου τον βαλσαμώσω!

Ένα πρωί, στο δρόμο, είδα την κόρη της Ιωνίας, τη μαυροφόρα, εκείνη που μονάχη με είχε φωτίσει στο ταξίδι, όταν η μεγάλη ξεραΐλα μ' έδερνε. Ήθελα να της πω πράγματα ευχάριστα, μα ήταν αλλού ο νους μου, συλλογισμένος, κ' ήμουν σκληρός. Αφού διηγήθηκε κείνη μερικές παλιές θύμησες, της είπα: «Αυτά μας αρέσουν, μα δεν μπορούν να μ' εξηγήσουν τον πόνο μου που βρίσκομαι στην Πόλη.

Ο Γιωργής της Θασίτσας σιωπηλός, συλλογισμένος, ως άνθρωπος λησμονήσας πού έχωσε τον θησαυρόν του, επλήρωσε δυο ποτήρια μέχρι στεφάνης από την αφαίρεσίν του, τα οποία, καθώς τα είχεν εκεί κοντά, τα ερρόφησεν ο καπετάν-Παρμάκης και τα δύο, αφαιρεθείς και αυτός εκ συμπαθείας: — Εσείς, μωρέ παιδί μου, μόνο τσίπουρο ξέρετε να πίνετε εδώ, μωρέ Γεωργή μου! Αυτά έχουν αι τρικυμίαι της ξηράς!

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.

Ευθύς που εφάνη η ημέρα ο Καλάφ άνοιξε το κουτί όπου ήταν εκείνη η εικόνα· μα εστάθη συλλογισμένος πριν να την θεωρήση. Τι μέλλει να κάμω, εφώναξε, χρεωστώ να παρουσιάσω εις τους οφθαλμούς μου ένα υποκείμενον τόσον κινδυνώδες; στοχάσου, ω Καλάφ, στοχάσου τα αποτελέσματα τα θλιβερά που αυτή επροξένησε, και προξενεί.

Συζήτηση για τούτο και για κείνο δε θέλει. Και τόνομα των παππούδων του ακόμα δεν το πιάνει στο στόμα, παρά σαν είνε να τον συντρέξη στο σκοπό του. — Αλήθεια· εψιθύρισε ο Χαγάνος συλλογισμένος.

Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί; — Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν.

Πήγαινε να το διής και δεν έχεις ανάγκη να διαβάσης μυθολογία μήτε κανένα βιβλίο που γράφει για τους αρχαίους θεούς. Το βλέπεις κι ανατριχιάζεις. Δες αμέσως πως εκεί, μέσα στο σύννεφο και στην καταχνιά, εκεί θα κάθουνται θεοί. Τέτοια θυμούμουν όταν ανέβηκα στο βαπόρι, κ' είμουν πολύ συλλογισμένος. Είχα μεγάλο καημό.