Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Τότε τον έπαιρνε ο μπαμπάς στον ώμο και τον έφερνε όξω στο δάσος και ποτέ άλλη φορά το βλέμμα του Σβεν δεν είχε δείξει τόση ευγνωμοσύνη και ποτέ άλλη φορά το μικρό, απαλό του χέρι δεν είτανε τρυφερότερο. Έπειτα παραπονιότανε πως τον πονούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να σηκωθή το πρωί κ' έλεγε πως είταν κουρασμένος.

Είστε σεις; της λέγει ο Αγαθούλης· ζήτε! Σας ξαναβρίσκω στην Πορτογαλλία! Δε σας εβίασαν λοιπόν; Δε σας ξεκοιλιάσανε, όπως με βεβαίωσε ο φιλόσοφος Παγγλώσσης; — Ναι, είπε η ωραία Κυναιγόνδη· αλλά δεν πεθαίνει κανείς πάντα απ' αυτά τα δυο δυστυχήματα. — Αλλ' ο μπαμπάς σας και η μαμά σας σκοτωθήκανε; — Αυτό είναι πάρα πολύ αληθινό, είπε η Κυνεγόνδη κλαίοντας. — Κι' ο αδερφός σας;

Στάθηκε άφωνος με το καπέλο στο χέρι κι όλο το σώμα του είτανε σε κίνηση από την περιέργεια νακούση τι θα έλεγε ο μπαμπάς. Ναι, τα μάτια του μεγαλώσανε τόσο, που φαινότανε σα να μην είταν όλος άλλο τίποτε από μάτια. Ο μπαμπάς κοίταζε και κοίταζε και μάντευε πως θα είχε γίνει κάτι περίεργο. Τέλος ένοιωσε και τότε έπρεπε να σηκώση το μικρόν ψηλά και να τον ξαναβάλη κάτω.

Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.

'Σ τ' Αλή-Πασσά τη φυλακή· Μ' αφίνει, και πηγαίνω, Πριν φθάσωτον Αλή-Πασσά Θύραις εφτά διαβαίνω, Καιτην εβδόμη 'στάθηκα Ν' ακούσω του την κρίσι . 'Ψηλά, ψηλά καθόντανε Τρεις Δαίμονες μεγάλοι. 'Μπροστά τους ο Αλή-Πασσάς Κ' η Χάμκω του κοντά του, Και 'πίσω η γυναίκα του, Τα δυο του τα παιδιά του, Κι' από τα παλληκάρια του Μια συντροφιά μεγάλη. Ιουσούφ Αράπης , ο μπαμπάς.

Μαζεύτηκε έτσι ώστε να χωρέση ανάμεσα της καρέκλας και του τραπεζιού. Κ' έπειτα έβγαλε το κεφάλι και προσπαθούσε να δη τον μπαμπά στα μάτια. — Τι είναι Σβεν; ρώτησε ο μπαμπάς, που δεν ήθελε να τον ενοχλούν. Ο Σβεν όμως δεν ησύχαζε, αν ο μπαμπάς δεν παραμέριζε το κάθισμα ώστε να μπορέση να περάση. — Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε. — Τι; ρώτησε ο μπαμπάς.

Ανάμεσα στάλλα είταν ένα λευκό σκυλάκι από πορσελλάνη, που είχε μια φούντα στην ουρά και κρατούσε μια μικρή παντούφλα στο στόμα. Είτανε πολύ παλαιό πράμα κι ο μπαμπάς το είχε από τη μητέρα του, που τα είχε πάλι χάρισμα από τη νουνά της, όταν είτανε δυο χρονών.

Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν.

Εσύ θα με ξεχάσης.... Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου. ΝΙΚΟΣΚουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;

Ο μπαμπάς σου παίζει. Δώσε μου το χεράκι σου να το φιλήσω. ΔΩΡΑΌχι, κύριε Νίκο, όχι φύγετε. Φοβάμαι. Τρέμω. Κύριε Νίκο ... Τι μου υποσχεθήκατε; Όχι. Εσείς δε θέλω να με λέτε δεποινίδα Δώρα. Θα σας θυμώσω. ΝΙΚΟΣΤίποτε. Θα σας λέω δεσποινίδα Δώρα, όσο με λέτε κύριε Νίκο. Μάλιστα δεσποινίς.... ΔΩΡΑ — Ε! καλά, καλά. Ορίστε. Νίκο! Σας είπα Νίκο. Δώρα . . . Τι μου κάματε; Σκύβει κάτω.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν