United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο μπαμπάς να γράψη ένα βιβλίο μόνο για το Νέννε, ξαναείπε το μικρό αδερφάκι δυνατότερα τώρα. Τότε εννόησε ο μπαμπάς. Ο μικρός είχε θυμώσει γιατί δεν τον ανάφερε το βιβλίο κι αυτόν. Όσο μικρός κι αν είταν, ήθελε δικαιοσύνη.

Είτανε μια αγάπη που περνούσε κάθε όριο και δεν ψυχραινότανε ποτέ, γιατί η μαμά είτανε τόσο ευτυχισμένη μ' αυτή, ώστε να μην της γίνεται ποτέ βάρος ο μικρός. Ο Σβεν κ' η μαμά είχαν τα μικρά τους μυστικά κι όταν της ψιθύριζε κάτι στο αυτί, δεν είχε το δικαίωμα να το ακούση ούτε ο μπαμπάς.

Όσο μικρός κι αν είταν, εύρισκε ίσως πως είχε και κείνος τα ίδια δικαιώματα στον πατέρα μαζί με τάλλα αδέρφια κι όσο μικρός κι αν είταν ήξερε πως έπρεπε να έχη κι αυτός τη θέση του εκεί που είτανε ο μπαμπάς, η μαμά και ταδέρφια. Κοίταξε τον μπαμπά ερωτηματικά με τα μεγάλα μάτια του και με τόση θέρμη, σα να είτανε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν του·περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον! Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο πατήρ και εξήλθε.

Κ' ενώ πηγαίναμε κ' οι τρεις μαζί, έκανε της μαμάς κρυφά νέματα, που δεν έπρεπε να τα δη ο μπαμπάς, σα να ήθελε να μένη ευτυχισμένος με το πώς, δεν άφινε να σπάση ο κύκλος της μυστικής συνεννόησης, που είχε χαράξει γύρω από την αγάπη του και τον εαυτό του. Μα όταν ο μπαμπάς είτανε στην πόλη και γύριζε στο σπίτι, ο Σβεν περίμενε κρυμένος πίσω από την πόρτα για να τον φοβίση.

Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις που λες! — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου, και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει. Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη. Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και κάθηται εις την τράπεζαν.

Ο Σβεν ήξερε καλά πως δεν έπρεπε να έχη ποτέ φόβο από τη μαμά, αυτή τη φορά όμως έχασε το θάρρος. Γιατί τώρα θυμήθηκε που του είχε πει πως θα τον δείρη κι όταν αντίκρυσε τον μπαμπά, τον έπιασε αμέσως τρόμος. Γιατί ο μπαμπάς φαινότανε σοβαρός κ' είπε με πολύ αυστηρό τόνο: — Τώρα πρέπει να πάρουμε το ξύλο, Σβεν. Γιατί, καθώς θυμούμαι, σου το έταξε η μαμά.

Ή πως έπεσε στο νερό και θα τονέ βγάζανε πνιγμένον και τότε ούτε η μαμά, ούτε ο μπαμπάς, ούτε ταδέρφια θα μπορούσανε να ξαναχαρούν. Ο Σβεν τάκουγε όλα αυτά κ' εννοούσε μόνο πως η μαμά τον αγαπούσε περσότερο από όλους τους άλλους. Έπειτα έβαλε η μαμά το Σβεν και της διηγήθηκε τι είδε και τι έκαμε, πώς διασκέδασε και πόσο μακριά πήγε.

Κι αργά αργά γλυστρούσε σιμότερα, σα να ήθελε ναπολάψη την ανυπομονησία, που είχε ο μπαμπάς να τον σφίξη στην αγκαλιά του, κ' έπειτα κρεμιότανε στο λαιμό του μπαμπά κι ο μπαμπάς τον έφερνε μέσα, ενώ ο σκύλος του σπιτιού γαύγιζε από χαρά και πηδούσε γύρω μας. Θυμούμαι καλά τα μάτια της γυναικός μου όταν έβλεπε τη σκηνή αυτή.

Όταν όμως μένανε μόνοι η μαμά κι ο μπαμπάς, έλεγε ο τελευταίος συχνά: — Είναι γερός και χαρούμενος όσο δεν είτανε ποτέ. Γιατί μιλεί πάντα για το θάνατο; Και κείνη απαντούσε: — Δεν του μιλώ εγώ γι' αυτόν. Οι στοχασμοί του έρχουνται και φεύγουν όπως θέλουν. — Βλέπεις; Έδειξε κάτω στο ακρογιάλι. Εκεί καθότανε ο Σβεν μόνος και φαινότανε υπερβολικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.