United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανίσως λοιπόν και θέλης να γλυτώσης από τα βάσανα και να μάθης τις χάρες, που ζητάς, έλα παραδόσου σ' εμένα σαν χαρούμενος μαθητής κ' εγώ για το χατήρι των Νυμφών εκείνων θα σε μάθω. Δε βάσταξε ο Δάφνης από τη χαρά, παρά σαν άμαθος και γιδάρης, κ' ερωτευμένος και νέος, αφού έπεσε στα πόδια της Λυκαίνιο, την παρακαλούσε να τόνε μάθη όσο μπορούσε γλήγορα τον τρόπο, που να κάνη της Χλόης ό,τι θέλει.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• «ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505 αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι των ευκνημίδων Αχαιώντο στράτευμα απ' την Σκύρο. και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510 πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους• μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. και τ' άρματα όταν άστραφταντα τρωικά πεδία, κείνος δεν έμενε ποτέτο πλήθος καιτην τάξι, αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515 και άνδραις εφόνευσε πολλούςτον φοβερόν αγώνα. και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520 οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, 'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525 τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη• αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530 και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535 λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνειτον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»

Τα συλλογιούνταν όλ', αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάννα του τουφεκιού, θόλων' ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθή και να την αφήση να πάη ν' αποθάνη κοντά στον αγαπημένο της.

Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν.

Ο Έφις προσπάθησε να του το πάρει. Παρακαλούσε, λες και ζητιάνευε. «Τζατσίντο, δώστο μου. Θα το επιστρέψω εγώ, θα το ξαναβάλω στο ντουλάπι. Εγώ θα μιλήσω μαζί τους, θα τις ηρεμήσω. Εσύ περίμενέ με εδώ, αλλά δώσε μου το γράμμα.» Ο Τζατσίντο τον κοίταξε. Ο ώμος του έτρεμε, αλλά τα μάτια του ήταν ψυχρά, σχεδόν άσπλαχνα.

Και κολακεύοντάς τον, του παίνευε τα γίδια και τον παρακάλεσε να παίξη με το σουραύλι του ένα τσοπάνικο· και τούλεγε πως γλήγορα θα τον κάνη ελεύθερο, γιατί όλα τα μπορεί. Και σαν τον είδε ήμερο, κάνοντας του καρτέρι τη νύχτα, που γύριζε τα γίδια απ' τη βοσκή, πρώτα τον εφίλησε βγαίνοντας μπροστά του· ύστερα τον παρακαλούσε να του γυρίση τα πισινά του, έτσι όπως κάνουν οι γίδες στους τράγους.