Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Σαν έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κ' έλεγε: «Παναγιά μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω ταγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος για μένα και κόσμος μου είνε ο τάφος, που κοίτονται ταγαπημένα μου.

Μα περσότερο του άρεσε να μένη ψηλά στο βράχο, στη βίγλα των πιλότων, και παρακαλούσε τη μαμά, που καθότανε κει με την εργασία της, να του διηγιέται ό,τι γνώριζε για τη θάλασσα. Είτανε κάτι περσότερο από ευτυχισμένος όταν έτρεχε με γυμνά πόδια στους βράχους και μάζευε απάνω τα μικρά του πανταλόνια και σκαρφάλωνε τόσο προσεχτικά με τα λεπτά του πόδια, σα μικρή βασιλοπούλα.

Ακόμα αληθινότερη είταν όμως όταν έπνιγε τα λόγια στα χείλη της και με παρακαλούσε να την αφήσω να πεθάνη.

Πήρε λοιπόν πάλι τα μάτια του κ' έφυγε ο Αθανάσιος, κι όμως μήτε δύναμη μήτε αξιοπρέπεια δεν έχασε. Έγραψε μάλιστα μακρόθυμο γράμμα του Κωσταντίου και του παράστησε την υπόθεση ήσυχα και καθάρια. Και δίχως παράπονο για τα τόσα παθήματά του, παρακαλούσε τον Ύψιστο να φωτίση τον πλανεμένο το Βασιλέα.

Προύμητα στο χώμα, με τα γόνατα και τους αγκώνες γυμνούς, παρακαλούσε τη Μαρία και τη Μαγδαληνή να του εμπνεύση σωτήριες προσευχές. Ευχήθηκε το «καλώς ωρίσατε» στους φρεσκοφερμένους, κ' ενώ ο Γκορνεβάλης έβαλε τάλογα στο σταύλο, πήρε τάρματα του Τριστάνου, έπειτα ετοίμασε το φαΐ. Δεν τους έδωσε πλούσια φαγιά, αλλά νερό της πηγής και κριθαρένιο ψωμί ζυμωμένο με στάχτη.

Κι αφού έτρεξε και κατά το πεύκο, όπου ήτανε στημένο το άγαλμα του Πάνα, τραγοπόδαρο, κερατιάρικο και κρατώντας με τόνα χέρι σουραύλι και με τάλλο τράγο, που επηδούσε, κ' εκείνον επροσκυνούσε και παρακαλούσε για τη Χλόη κ' έταζε πως θα του κάμη θυσία τράγο.

Μα όταν ήθελε να πάη μακρήτερα, τότε παρακαλούσε να τον πάρουνε στα χέρια. Κ' επειδή δεν μπορούσε κανείς ναρνηθή τίποτε του Σβεν, βρισκότανε πάντα κάποιος που τον έπαιρνε στα χέρια ή στον ώμο. Και τότε κοίταζε με καμάρι γύρω του και χαμογελούσε με τη συναίστηση της δύναμής του και της ευδαιμονίας πως τον αγαπούσαν όλοι.

Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;

Τούτ' η περιγραφή του, Κύριε, τον Αμλέτον έκαυσε τόσο με του φθόνου το φαρμάκι, ώστ' άλλο δεν παρακαλούσε ειμή να φθάσης πάλιν εδώ κ' ευθύς να μετρηθή με σένα. Τώρα με τούτοΛΑΕΡΤΗΣ Τι με τούτο, Κύριέ μου; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Είχες αγάπην, ω Λαέρτη, του πατρός σου; ή μήπως είναι μόνον λύπης ζωγραφιά, θωριά χωρίς καρδιά; ΛΑΕΡΤΗΣ Τι το ερωτάς;

Κ' οι Μεθυμνιώτες λοιπόν, που έχαναν όχι λίγα πράγματα, εζητούσαν το γιδάρη· κι αφού βρήκανε το Δάφνη, τον εχτυπούσαν και τον εγύμνωναν. Και κάποιος μάλιστα, κρατώντας σκυλολούρι του πισταγκώνιαζε τα χέρια για να τόνε δέση. Φώναζε ο Δάφνης, που τον εχτυπούσαν και παρακαλούσε τους χωριάτες και πρώτα-πρώτα το Λάμωνα και το Δρύαντα έκραζε βοήθεια.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν