Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Τότε ο Κλέων ησθάνθη ότι θα ηναγκάζετο ή να επιβεβαιώση την έκθεσιν εκείνων τους οποίους εσυκοφάντει, ή, εάν έλεγε τα εναντία, θα κατηγορείτο ως ψεύστης· ιδών όμως τους Αθηναίους κλίνοντας μάλλον προς τον πόλεμον συνεβούλευσεν αυτούς να μη στείλουν εξεταστάς των πραγμάτων μηδέ να χάνουν την ευκαιρίαν δι' αναβολών, αλλ' εάν τα αγγελλόμενα τοις εφαίνοντο αληθή, να πλεύσουν αμέσως εναντίον των ευρισκομένων εις την νήσον.
Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.
— Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.
— Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του δωματίου. Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο.
Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.
Δεν ήταν όσο ήθελε να δείξη κακή· ούτε περπάσα, ούτε περίεργη ήταν στ' αληθινά. Μόνον φαντασία είχε. Και για τούτο της άρεσαν οι συμφωνίες. Κάθε υποχρέωση την θεωρούσε μιαν αλυσίδα στο λαιμό της, μια καδένα, όπως την έλεγε. Κ' ήθελε νάχη απ' αυτές όσο μπορούσε λίγες και μετρημένες απάνου της.
Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφη — τη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!
Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γρηά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τάστειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τάφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία. — Και με τη βοήθεια του Θεού θα ταυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια. Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι.
Του έκαμα πολλά φιλοφρονήματα, ολίγον δε κατ' ολίγον εγίναμεν φίλοι και οικείοι, ούτως ώστε μου έλεγεν όλα του τα μυστικά. Επί τέλους δε μ' έπεισε ν' αφήσω όλους μου τους υπηρέτας εις την Μέμφιδα, να τον ακολουθήσω δε μόνος, διότι, ως μου έλεγε, δεν θα εστερούμεθα ανθρώπων διά να μας υπηρετούν.
Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί. — Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει. Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά. Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν