Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε. — Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα; — Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος. — Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος; — Εγώ; — Συ βέβαια. — Εις τι απάνω; — Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου. — Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με.

Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. — Δε βαριέσαι!.. Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του.

Ωσάν να είναι και αλήθεια, έλεγε μονολογών, αφού εδίπλωσε τον επενδύτην του, και περιεβλήθη τον παλαιόν κοιτωνίτην του, ενώ περιέδεε την κεφαλήν με μεταξωτόν μανδήλιον, αντί σκούφου, καθώς συνήθιζε τακτικώς καθ' εκάστην εσπέραν. — Ωσάν να είναι και αλήθεια!

Ίσως, έλεγε ο Μαρτίνος, αλλά δεν το γνωρίζω. Κει που συζητούσαν, ακούσανε μια κανονιά. Ο κρότος διπλασιάζεται από μια στιγμή σε άλλη. Παίρνουν καθένας τα κιάλια του. Διακρίνουνε δυο καράβια που πολεμούσανε σε απόσταση περίπου τριών μιλλιών· ο άνεμος έφερε και τόνα και τάλλο τόσο κοντά στο γαλλικό καράβι, που λάβανε την ευχαρίστηση να βλέπουνε τη μάχη με τέλειαν άνεση.

Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική πούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη.

Ώστε, αν έλεγε τις δι' ολίγων λέξεων, ότι οι Αθηναίοι προωρίσθησαν ούτε αυτοί να ησυχάζουν, ούτε τους άλλους να αφήνουν ησύχους, θα έλεγε την αλήθειαν.

Μήνα ρώτησε καμμιά βολά για να μάθη; Τι τον έννοιαζε για να ρωτήση; Κ' ύστερα, σα γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για τη τσομπάνικη ζωή· και να ρωτήση τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννινα, του 'ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κ' έτσι τάπλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγκάτο.

Και ο Ρωμαίος δυνατά φωνάζει: «χωρισθήτε, σταθήτε, φίλοι»· και γοργά το χέρι του σηκόνει, απ' ό,τι τους τα έλεγε γοργώτερος ακόμη, και χύνεταιτην μέσην των και τους κτυπά με βίαν τα κοπτερά των τα σπαθιά, να τους τα χαμηλώση. Πλην κάτω απ' το χέρι του προκάμνει ο Τυβάλτης και τον καλόν Μερκούτιον θανάσιμα πληγόνει με μιαν επίβουλην σπαθιάν, κ' ευθύς τρεχάτος φεύγει.

Τόσο καλλίτερα, είπεν ο Γύφτος μη εννοών τι έλεγε. — Βλέπω, σου αρέσει, είπεν ειρωνικώς ο ξένος. Αληθώς, αφού εξέκαμες απ' αυτήν πλέον, θα ευχαριστηθής ν' απαλλαχθής πάσης ευθύνης εις το μέλλον. — Γκρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος. — Αλλ' ησύχασε, εγώ δεν το κάμνω αυτό διά το καλόν σου. Σκοπεύω να σε φυλακίσω αύριον.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν