Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τις οίδε τι έλεγον προς αλλήλους. Εκ πάντων των κατοίκων της καλύβης μόνος ο Μάχτος ήρχισε να συλλαμβάνη υποψίαν τινά. Αλλ' ουδαμού εύρε να στηρίξη ταύτην. Συνεφώνησε με την συνείδησίν του να μεταχειρισθή προς τούτο παν μέσον, διότι ησθάνετο εαυτόν πολύ δυστυχή. Περιέμενε δε ανυπομόνως πρόσφορον στιγμήν να βάλη εις πράξιν τα μέσα, άτινα είχε, τουτέστι την ατομικήν του ενέργειαν.

Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή.

Τα κάτωθεν των ανακτόρων εστρατοπεδευμένα πλήθη εκρότουν ανυπομόνως τους πόδας· αι λαμπάδες ήσαν ανημμέναι, οι κώδωνες αντήχουν και εκάπνιζε το θυμίαμα• ο δε παναγιώτατος Πάπας, θέσας επί κεφαλής την τιάραν και λαβών ανά χείρας την ποιμαντικήν ράβδον, απεσπάσθη τέλος πάντων από του φιλτάτου του τας αγκάλας, κατεχόμενος υπό προαισθημάτων μαύρων ως οι κόρακες, οίτινες επτερύγιζον υπεράνω της κεφαλής του Γράκχου την ημέραν του θανάτου του.

Ωσάν να ζητή κάποιον . . . Την εσπέραν εκείνην ήτο η σειρά του ιατρού να μας διηγηθή την ιστορίαν, την οποίαν τοσάκις μας είχεν υποσχεθή και την οποίαν ανυπομόνως ανεμέναμεν. Και ήρχισεν ως εξής. «Μία, και αυτή από τας εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου· μία από τας αναμνήσεις, οπού αποτυπόνονται βαθειά εις το μνημονικόν του ανθρώπου και οπού δεν εξαλείφονται και χίλια χρόνια αν ήθελε ζήση ένας.

Εφανέρωνεν ανησυχίαν η έκφρασις του βλέμματος του και αι σπασμωδικαί κινήσεις της αριστεράς του, διά της οποίας έτιλλε τας τρίχας του μύστακος του, ως αν ήθελε να τας εκριζώση. Έστρεψε προς εμέ τους οφθαλμούς. Εάν ηδυνάμην κατ' εκείνην την στιγμήν να σκεφθώ τι, ήθελα εννοήσει ότι ο στρατηγός παν άλλο είχε κατά νουν ή τας συστάσεις του θείου μου. Τι θέλεις; ηρώτησεν ανυπομόνως.

Να τον κάνωμε να σκάση. Ο Φλεβάρης ηυχαριστείτο. — Α! για λέγε· είπεν ανυπομόνως. — Σήμερα τελειόν' η διορία μου και αύριο έρχετ' εκείνος· να μου δανείσης δυο ημέρες να τον δυσκολέψουμε. Ο Φλεβάρης έκυψε την κεφαλήν. Οι μήνες αγαπούν τας ημέρας των, ως ο φιλάργυρος τα χρήματά του.

Ο Βράγγης εξετέλεσε και την δευτέραν ταύτην παραγγελίαν. — Ειπέ τι συνέβη, επανέλαβεν ανυπομόνως ο πρώτος των ιππέων. — Κύριοι, εγώ εκοιμώμην, εκεί υποκάτω των δένδρων, σιμά εις τον ρύακα. Έξαφνα βλέπω ένα μανιακόν, ένα αλλόκοτον άνθρωπον, ένα έξω απ' εδώ, και ήλθε και έρριψεν αυτήν την μικράν, την εκρήμνισεν εις τον καταρράκτην. Επρόφθασα και την έσωσα, αλλ' όμως αποθνήσκει!

Μα κείνο, ακούς, επρόκοψε και πήρεν ένα όνομα από τα περιγραμμάτου· και τώρα, σαν το γράφουνε μέσ' σταις εφημερίδαις, δεν ηξεύρω κι' εγώ η ίδια, το παιδί μου είναι μαθές που λένε, ή κανένας φράγκος! — Την ιστορία, Μιχαήλε! την ιστορία του Τούρκου! διέκοψα εγώ ανυπομόνως. — Στάσου δα! είπεν εκείνος. Η ιστορία ήλθεν ύστερ' από την κουβέντα.

Η τοιαύτη προς τον Κώσταν και την οικογένειάν του διαγωγή του Πέτρου εις άκρον ευχαρίστησε τον φιλάνθρωπον Γεροστάθην και ημείς δε έκτοτε εδιπλασιάσαμεν την προς τον αγαθόν Πέτρον αγάπην μας· επεριμένομεν δε ανυπομόνως να παρουσιασθή περίστασις κατάλληλος, όπως μιμηθώμεν το καλόν παράδειγμα, το οποίον ο Πέτρος μας έδωκεν.

Λέγεις ότι πρέπει να ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε». Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε πλέον τι να υποθέση.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν