Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Διά να μη έχης όμως κατόπιν την πρόφασιν ότι ένεκα των πολλών φροντίδων και των περισπασμών μ' ελησμόνησες, σ' εχαιρέτησα σήμερον δις, την πρωίαν εξερχόμενον εκ της οικίας σου και έπειτα όταν εθυσίαζες εις τον ναόν των Διοσκούρων. Αυτά και μόνον έχω να σου υπενθυμίσω διά ναπολογηθώ ενώπιον των προσκεκλημμένων σου.

Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς.

Τον ευρίσκω αποδεδειγμένον αυτουργόν πολλών κακουργημάτων, τον ευρίσκω πιθανώτατον ένοχον εις τον φόνον του πτωχού αδελφού μας, αλλ’ αδυνατώ να τον εύρω αυτόν τον ίδιον! Αδυνατώ να τον συλλάβω! Μόλις έφθασα ταύτην την πρωίαν, έδωκα τας αυστηροτάτας διαταγάς. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι κρύπτεται εν τη πρωτευούση. Ξεύρεις.

Πνεύματος, το οποίον επέτα κατά πάσαν πρωίαν επί τον ώμον του, και προτείνοντα τους ιερούς πόδας του εις βασιλείς προς ασπασμόν, ενόμιζον τότε τεράστιόν τι και μυθώδες ον ως αερόστατον μεταξύ ουρανού και γης μετέωρον. Εις τοιαύτην ευρισκόμην πνεύματος διάθεσιν, εν Γενούη κατοικών, ότε εξερράγη αίφνης η συμπάσαν κλονίσασα την Ιταλίαν εν έτει 1848 επανάστασις.

Ο Αστύοχος λοιπόν, πριν γίνη γνωστή η πορεία του, έπλευσε προς την Σύμην ελπίζων να συναντήση που τον εχθρικόν στόλον εις το πέλαγος· αλλ' η βροχή και ο νεφελώδης καιρός διεσκόρπισαν τα πλοία του εν τη σκοτία, Κατά την πρωίαν, ενώ ο στόλος του Αστυόχου έπλεεν ατάκτως, του αριστερού κέρατος ευρισκομένου ήδη απέναντι των Αθηναίων, του δε άλλου πλανωμένου ακόμη περί την νήσον, ο Χαρμίνος και οι Αθηναίοι επροχώρησαν με ταχύτητα μετά πλοίων ολιγωτέρων των είκοσι νομίζοντες ότι ο στόλος εκείνος ήτο ο της Καύνου, τον οποίον παρεμόνευαν επιπεσόντες δε αμέσως κατ' αυτού εβύθισαν τρία πλοία και επέφεραν μεγάλας βλάβας εις τα άλλα.

Ένας δε κατακόκκινος ερυθρίνος, ο σατανάς των ιχθύων, αν είχε φωνήν, θα εξεφώνει καμμίαν πρωίαν: — Έλα λοιπόν κάτω αφού τόσον μας αγαπάς! Με τόσον σατανικόν βλέμμα, τον έβλεπε τον γέροντα. Έως ου η τρυφερά αυτή αγάπη εις μανίαν μετετράπη.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου. — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί. — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθήτα βακούφκα!

Και το προσκύνημα αυτό το ατελείωτον επαναλαμβάνεται καθ' εκάστην· αρχίζει την πρωίαν και λήγει την μεσημβρίαν ή και την εσπέραν πολλάκις, χωρίς ποτέ να κουρασθώσιν αι προσκυνήτριαι, χωρίς να βαρυνθώσι, χωρίς να πεινάσωσιν, όταν σημαίνη μεσημβρία, χωρίς να πτοηθώσι το σκότος, όταν ανάπτωνται πλέον οι σπάνιοι φανοί των οδών.

Την πρωίαν εκείνην η θλιβερά γραμμή, η ασχημίζουσα, τόσας ημέρας, το λευκόν της Θωμαής πρόσωπον, είχεν αυλακώση όλον το μέτωπόν της, ως να έδακνε θλίψις πικρά την καρδίαν της, κ' εζωγραφίζετο εις τα πρόσωπον ο φοβερός πόνος.

Μίαν πρωίαν η κυρά Γιάνναινα, καθώς εξήλθε πρωί-πρωί, είδε να ξεμυτίζη απ' την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλλες και φιόγκους στα μαλλιά, ν' ανεμίζη ένα φουστανάκι, και να γλυστράη εις το χαλικόστρωτον της αυλής έδαφος και να φεύγη ως αστραπή. Της εφάνη να ήτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδόν γρηούλα.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν