Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το χράμι επάνω στο κεφάλι του. Και να που ξαναβρέθηκε επάνω στο τοιχάκι του μικρού κτήματος. Τα καλάμια μουρμούριζαν, η Λία και ο Τζατσίντο κάθονταν σιωπηλοί μπροστά στην καλύβα και κοίταζαν προς τη θάλασσα. Του φάνηκε πως αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά όμως τινάχτηκε, είχε την αίσθηση ότι γκρεμιζόταν από το τοιχάκι. Είχε πέσει από την άλλη μεριά, στην κοιλάδα του θανάτου.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου. — Μάρκε, αγαπητέ μου! Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του. Εκείνη είπε χαμηλοφώνως: — Σε αγαπώ, Μάρκε. Έμειναν πάλιν σιωπηλοί.

Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.

Του φαινόταν πως περπατούσε μαζί της επάνω στην άμμο κατά μήκος του ποταμού, κάτω από το φεγγάρι: πήγαιναν, πήγαιναν σιωπηλοί, φρόνιμοι. Έφτασαν στη δημοσιά πλάι στο γεφύρι. Εκεί κάτω το όραμα μπερδευόταν. Υπήρχε ένα κάρο και επάνω του καθόταν η Λία, κρυμμένη ανάμεσα σε σάκους.

Ούτω το βαρέλι έμεινε κλίνον προς τα πρόσω, ως ελέφας κύπτων από της όχθης να ποτισθή εις τον ποταμόν. Μετά μικρόν οι δύο μήνες, κατάχαμα επί του εδάφους καθήμενοι, μετά πολλού ζήλου προσεπάθουν διά μεγάλου ξυλίνου ποτηριού να μεταγγίσουν το περιεχόμενον του βαρελιού εις την κοιλίαν των. Έπινον ήσυχοι, σιωπηλοί, κύπτοντες μετά βαθείας προσοχής προ αυτών.

Και εκ νέου εκραύγασαν πάλιν: — Μπάρμπα-Σταύρο! Και πάλιν εις το τέλος ήκουσαν ως ηχώ στυγεράν της φωνής των : — Ωχ! Πάραυτα τότε σιωπηλοί και υποτρέμοντες ως ενώπιον τραγικού συμβάντος, ότε δεν γνωρίζει τις αν θα συναντήση ζωήν ή θάνατον, ήρχισαν με τα πτύα και οι έξ να ξεχιονίζωσι το μέρος εκείνο μέχρι του εδάφους.

Εις τας θύρας μόνον εργαστηρίων τινών οι ιδιοκτήται, κατηφείς και σιωπηλοί, μας έβλεπον απορούντες και μας εχαιρέτων διαβαίνοντας.

Ξεπέζευαν σιωπηλοί λες και είχαν μυστική συνάντηση σ’ εκείνο το μακρινό σημείο του κόσμου. Ο Έφις καθόταν με τον τυφλό στην είσοδο της εκκλησίας και του φαινόταν να ονειρεύεται. Εδώ επίσης δεν υπήρχαν άλλοι ζητιάνοι κι εκείνος ένοιωθε έναν αόριστο φόβο όταν οι ισχυροί και υπεροπτικοί άντρες, που από το στόμα και τα ρουθούνια τους έβγαινε μια άχνα ζωής, περνούσαν μπροστά του.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν