Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα.

Πώς εθαύμαζε και πώς εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους πούφθαναν κέπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κιαυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήση το σείστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του!

Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.

Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κ' εμείς γυρεύουμε ιστορίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθήση η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά. Γιατί όμως να ταφήση έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πης, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστή από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθή μην τύχη και το διαβάση ο άντρας της!

Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο.

Στο τραπέζι αυτό μονάχα ο Γνάθωνας δεν ήλθε, παρά με φόβο έμεινε στο ναό του Διόνυσου και τη μέρα και τη νύχτα σαν παρακαλεστής.

Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχκ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα.

Βαρειά φτερνιέται τάλογο, πεζεύει ο καββαλάρης Και κράζει τη γυναίκα του και ολοβροντάει τη θύρα. Λαχταριστοί τινάζονται απ' το ζεστό το στρώμα Και κατεβαίνουν 'ςτήν αυλή τον ξένον να δεχτούνε. Χίλιαις αλλάζουν αγκαλιαίς, φιλήματ' άλλα τόσα. Ο ένας κλαίει από χαρά, κ' οι δυο από φόβο αχνίζουν. — Τ' είσαι καλή μου τόσο αχνή και τρέμεις σαν το φύλλο;

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Εσάς ρωτώ, γέννες που δεν τραβιέστε, πήτε είναι πράματ’ αυτά που να ωφελούν την πόλη και στον πυργοζωσμένο αυτό στρατό μας θάρρος, πεσμένες μπρος στ’ αγάλματα των πολιούχων να ξεφωνίζετε και να χουγιάζετ’ έτσι, πράματα που τα εχθρεύονται όσοι έχουν γνώση; Ούτε στις συμφορές ούτε στην ευτυχία μου θα ’θελα να ’χα σύντροφο ποτέ γυναίκα° γιατί σαν ευτυχεί ανοικονόμητ’ είναι η αποκοτιά της° και σαν πάρει πάλι φόβο πιότερο ’ναι κακό στο σπίτι και στην πόλη.

Εμείς, όσο ταπεινούς κι α μας βλέπειςμα Βασιλέας, μα Ζητιάνος είναι ομπροστά μας, όταν όμως είναι για μια Πίστη, σπαθιά και φωτιές και θεριά χαρά μας δίνουνε κι όχι φόβο. Ίσως είναι λίγο στολισμένος αυτός ο διάλογος από κοντύλι ρητορικό. Τα βέβαιο είναι όμως πως δεν τονέ στενοχώρησε πια ο Αυτοκράτορας το Βασίλειο. Έμεινε ήσυχος στην Καισάρεια ως το τέλος του. Ήσυχος μα όχι κι ανάπραγος.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν