Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Όσο πάλι για τα στρατέματα που μένανε σκόρπια μέσα στις Επαρχίες, οι «Δούκες» κ' οι «Κόμητες» που τα διοικούσαν καθώς κ' οι Γενικοί Αρχηγοί της καβαλλαρίας και του πεζικού, που όριζαν τους Κόμητες και τους Δούκηδες, με το να μην κυβερνούσανε πια τα επαρχιακά οικονομικά, φόβο δεν είχε να σηκώσουν κεφάλι εναντίον της Βασιλείας.
Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε.
Και πόσοι, » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν «'Σ του βίου μου τη στράτα;!» « Όπου αυτά τα πόδια μου » Πατούσανε, ο τόπος, » Ο τόπος 'πό το φόβο του » Εσειόνταν. Τα λιθάρια » Που πάταγαν, αφέντιδες, » Αυτά μου τα ποδάρια » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε, » Και τάπιανεν ο κόπος.»
Κάποιοι είπαν πως το ’σκασε από το φόβο των καραμπινιέρων. Έτσι ο Έφις απόμεινε με τους δυο τυφλούς. Κεφάλαιο δέκατο πέμπτο Τους έσερνε πίσω του για πολύ καιρό. Πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι μόνοι ή στη σειρά με άλλους ζητιάνους, σαν καταδικασμένοι που κατευθύνονται σε έναν απλησίαστο χώρο μαρτυρίου.
Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.
Είπε, κι' εκείνος έστρεξε, ο γιγαντένιος Αίας, και λέει του συνονόματου διο φτερωμένα λόγια 365 «Αδρέφι, οι διο σας τώρα, εσύ κι' ο άξιος Λυκομήδης, βαστάτε εδώ και δίνενε καρδιά στα παλικάρια να πολεμούν μ' απόφαση, κι' εγώ θα τρέξω πέρα ναν τους βοηθήσω στη σφαγή· μα πάλι θα γυρίσω γλήγορος σαν τους σώσω πριν και φόβο πια δεν έχει.»
Πηγαίνουν τότες και βρίσκουνε δυο τάγματα Γαλάτες και τους καταπείθουν κι αυτούς με μεγάλα ταξίματα να μπούνε στη συνωμοσία. Μαζεύουνται μια πρωινή σιμά στα λουτρά της Αναστασίας, και φορεμένος πορφύρα ο Προκόπιος παρουσιάζεται σαν αναστημένος Λάζαρος μέσα στην Πόλη. Λέγουν πως έτρεμε τότες από το φόβο του, μα οι στρατιώτες τον αποδέχουνταν αλαλάζοντας.
Εγώ όσο άκουα της φωναίς, τόσο εχώνομουν παρά μέσα 'ς το σχοίνο. Πού λογάριαζα εγώ τάλλαρο ξετάλλαρο. Νάααα! φόβο! — Παιδί, παιδί! πάλιν ακούω, Πες μας, δεν κατοικούν ενώ 'ς το χωριό άνθρωποι; Έλαβα θάρρος. Πού; ιδώ 'ς το κάστρο; είπα από μέσα από το σχοίνο. Όχι. Η χώρα είναι από κάτω. — Πού; έλεγαν πάλιν οι ξένοι.
Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους. ........ Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!
Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν