Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Κάποτε όμως πιστεύω πως και να είναι τώρα όπως το λέει, ωστόσο όλα αυτά θαλλάξουνε γλήγορα σε κάτι μεγαλήτερο, κάτι που το αιστάνεται με ξάφνισμα και φόβο κ' η ίδια, όμως δε θέλει να το πιστέψη. Τι θα γίνη δε γνωρίζω. Μα γνωρίζω πως τώρα δεν είμαι απελπισμένος, όπως πρωτήτερα.

Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. Έλειπεν ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξείδι. Εμίσευε τότε και ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον επαρακάλεσε κ' η μάνα μου από φόβο μην αρρωστήσω· μ' επήρε μαζί του. — Θα σε πάρω, μου λέγει, μα θα δουλέψης· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είνε ψαρότρατα νάχης φαγί και ύπνο. Ετρόμαζα πάντα τον θείο μου.

Σε καθρέπτην ένας Γάτος Αλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· Αποπίσω ευτύς περνάει· Μόν κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι· Σταματάει, συλλογιάζει, Και ταράζει το κεφάλι· Και οχ το φόβο μη του φύγη Αντα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι.

Αι, κιάν την έπαιρνε άλλος, δεν είχες φόβο να μη βρης άλλη. Εγώ σου λέω πως εμπόριες να βρης καλλίτερη. Στην ίδια σειρά με τον Τερερέ βάνεις τον απατόσου; του λόγουσου, Μανωλιό, είσαι ο καλλίτερος νέος του χωριού και σούπρεπε να πάρης την καλλίτερη κοπελιά. Θαρρείς πως αν εζήτας τη δική μου θα σου 'λεγα όχι; Μα είντα να σου λέω που ο προκομμένος ο κύρης σου εβιάστηκε.

Τον κατατρέχει λοιπόν πάλι και τον ξεθρονίζει τον Αθανάσιο ο Κωστάντιος, και μάλιστα νύχτα και με στρατιώτες σα συνωμότη. Τάγματα αλάκερα περιτριγύριζαν την Εκκλησία του, ενώ έκαμναν οι πιστοί αγρυπνιά. Οι άγριες φωνές τω στρατιωτών απέξω έπνιγαν τις ψαλμωδίες της ακολουθίας, κ' έτρεμαν από το φόβο οι ορθόδοξοι μέσα.

Η γιαγιά μας κύτταζε με τα μάτια ανοικτά, χωρίς να μας μιλή. Η ματιά της όμως ήτανε παράξενη και μας έκανε φόβο. Ά! χωρίς άλλο, κάτι θάπαθε το βασιλόπουλο και δεν ήθελε η γιαγιά να μας το πη... — Πες το, γιαγιά, πες μας το. Πέθανε το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Η γιαγιά δεν εμίλησε καθόλου εκείνη τη βραδειά. Ήτανε βαριά άρρωστη. Ήλθαν και την πήραν στο κρεββάτι της.

Τον συγκινούσε τόσο, όταν συλλογιζότανε την τύχη της μικρής κοκκινόσκουφης, είχε τόσο φόβο από τον τρομερό λύκο και θύμωνε τόσο μαζί του. Ήθελε να γίνη μεγάλος και να πάη να τον βρη να τον σκοτώση. Έπειτα παίζανε με τη μαμά. Παίζανε πως ο Σβεν έγινε μεγάλος και ταξίδεψε και πως η μαμά καθότανε μόνη και τον περίμενε.

Γελούσε: δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος. Στο βάθος όμως, στη σκοτεινή κουζίνα, η ντόνα Έστερ και η ντόνα Νοέμι δε μετακινήθηκαν από τον πάγκο. Και να, εκείνος αισθανόταν υποταγή στη μια και φόβο για τη άλλη. Έκλεισε τότε τα μάτια και προσποιήθηκε ότι ήταν κι εκείνος τυφλός. Και πήγαιναν έτσι και οι τρεις, εδώ κι εκεί, επάνω σ’ ένα μαλακό έδαφος, ψέλνοντας δοξαστικούς ύμνους για το Άγιο Πνεύμα.

Δεν είχα το θάρρος, ύστερα απ' τη διαγωγή μου προς εσένα. Δε σημαίνει. Τίποτε δεν έχει πια σημασία. Άκουσέ με, Τάσσο, πριν φύγω από κοντά σου, θέλω να σου πω το σκοπό που μ' έφερε εδωπέρα. Τότε θα με συχωρέσης γιατί σου έδωκα μιαν ενόχληση κ' ένα φόβο, που δεν έπρεπε να σου το δώσω. Και θα με λυπηθής ίσως. Η λύπη του κόσμου είναι η τελευταία καλοσύνη του για τις γυναίκες σαν κ' εμένα.

Ρέκαξ’ αυτός κι απ’ το θεό γιομάτος Άρη λυσσάει για αίμα, σα μαινάδα, μ’ άγρια μάτια° και πρέπει απ’ την ορμήν αυτού να φυλαχθούμε π’ από τώρα σκορπούν το φόβο οι κομπασμοί του.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν