Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε·Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί; — Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη.

Ή να πούμε, το γέρικο τον οργανισμό της παλιάς Ρώμης, τους ξεπεσμένους της Συγκλητικούς και τους πιο κακορρίζικους Πραιτωριανούς να τους συμμαζέψη και να τους μεταφέρη σε γης που δεν είχε φόβο να θεριέψουν και να πνίξουν την Αυτοκρατορική δύναμη, καθώς έκαμναν όταν ανεβοκατέβαζαν Αυγούστους και Καισάρους κάθε λίγο.

Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημαχωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτήότι ο συγγραφέας φανερώνει την αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του.

26 του Μάρτη Περιμένω μόνο πώς να περάση ο χειμώνας και να φύγουμε αποδώ. Μ' έχει κυριέψει μια απάθεια παράξενης λογής και κάποτε έχω το φόβο πως ο χειμώνας αυτός μ' έχει κατασυντρίψει. Ό,τι θα φέρη το καλοκαίρι ίσως να μην είναι κι αυτό κάτι, όπου μπορεί κανένας να βασίση ελπίδες. Ήρθαμε μέσα στη Στοκχόλμη με την ελπίδα πως η κατάστασή μας θα καλητέρευε, έστω ίσως και σιγά σιγά.

«Ήρωα, γι' αυτό την άπταιστη παρθένα μη μου ψέγης• ειπεν αυτή κατόπι της να υπάγω με ταις κόραις• μόνον εγώ δεν ήθελα από εντροπή και φόβο, 305 μην η ψυχή σου, όταν με ιδής, αγριέψη ότι θυμώδεις εδώτην γην όλ' είμασθε, τα γένη των ανθρώπων».

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Πρώτη φορά το έβλεπα καθαρά μπροστά μου πόσους από τους ολόβαθους στοχασμούς της κρατούσε κρυμένους από με κι απ' όλους, πόσο είτανε συνηθισμένη με την ιδέα του θανάτου και πως η βεβαιότητα, που είχε πως θα πεθάνη νέα, της έτρωγε τη ζωική δύναμη μέσα της. Έγινε χλωμή και το πρόσωπό της αδυνάτισε. Τα χέρια της είτανε κίτρινα σαν κερί και φαινότανε σα να είχε κάποιο φόβο από μένα.

Η πεθερά του Μιλέζου, καθισμένη στην ψηλή της καρέκλα σαν πρωτόγονη βασίλισσα, δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, φλυαρώντας με την κόρη της που είχε πυρετό και με τις χλωμές υπηρέτριες που κάθονταν καταγής ακουμπώντας στον τοίχο. «Ο γαμπρός μου βγήκε πριν λίγο.

Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν