Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


ΠΟΣ. Την γνωρίζω και δεν είνε άσχημη, Αλφειέ, η Αρέθουσα, αλλά διαυγής και καθαρά αναβλύζει και το νερόν της τρέχει επάνω εις πετραδάκια τα οποία του δίδουν λάμψιν αργυροειδή. ΑΛΦ. Αληθώς την γνωρίζεις την πηγήν, Ποσειδών• προς εκείνην λοιπόν πηγαίνω. ΠΟΣ. Πήγαινε και σου εύχομαι ευτυχίαν εις τον έρωτα.

Και άμποτε, ώ Αθηνά και σεις θεοί σεπτοί, κ' η κουταμάρ' αυτή να δείξη πως μας ωφελεί. Γεια σου• πηγαίνω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Χρέμη μου, η ώρα η καλή• Έμβα, τράβα δρόμον ίσο, μήπως είν' κανένας άνδρας και μας πήρεν από πίσω; Στρέψου, κάνε και μία γύρα• έχουν πονηριές οι άνδρες και φυλάξου, κακομοίρα, μήπως και ακολουθήσουν από πίσω κατά βήμα, να μας νοιώσουν απ' το σχήμα.

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

Την άκρη του δρόμου να πηγαίνω την ώρα που περνούν εκείνες που με κυττάζουν και δεν πρέπει να της κυττάζωοι γυναίκες. Αλαφρές με το ζαρκάδινο πάτημα που μας υπόσχεται την τρελλή μουσική του ερχομού. Πάντα πρόθυμες ν' αγαπηθούν και να λησμονήσουν. Όλες λυγμός και προδοσία. Όμως εγώ με τη ζώνη σφιχτή γύρω στο κορμί το λιγερό σαν κολώνα της Sainte-Chapelle να χαμηλώνω τα μάτια.

Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ. Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.

» Τε ν' αρχηνήσω α ντουτούμ . » να σε παινέσω α κουζούμ . » ντουτούμ όσον κρατ' ο σεβτάς . » το ντούλο σου μην το ιξεχνάς. Κρητικέ, πέσε και συ τώρα ένα. ΚΥΠ. Σαν τ' άπασιν όλοι ας πω κι εώ. Χιώτη είπα μέτυσε, άμμα κι' εγώ πιρακάτου ντεν πηγαίνωμέτυσα α τζανούμμέτυσααρτίκ πολλά λόγια ντεν τέλει. Ανατολίτης και ο Λογιώτατος, έπειτα οι λοιποί. ΛΟΓ. Ουκ έμαθον άδειν, ει μη ύμνους.

Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ.

Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνωτης εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . . — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.

Ίσως σας πάρουν κ' εσάς μαζί τους στην Αγγλία. Δουλειά τώρα. Εγώ πηγαίνω ως το Καστρί να γυρέψω αντίκες, και δε θα με ξαναδήτε ως μεθαύριο. Γεια σας. — Μια στιγμή, να μου ζήσης, Μυλόρδε, που μας έφερες τέτοια νεκρανάσταση! Μια στιγμή, να μας πης τι λογής έτυχε αυτό το πρωτάκουστο! Από το χαρέμι μαθές την πήρε; — Την πήρε από τα χέρια του Θεού και σας τη φέρνει τώρα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν