Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Πρέπει εξ ανάγκης να ήταν εις θέσιν προσβολής του εαυτού της, — διαφορετικά δεν γίνεται· διότι ιδού πώς στέκει το πράγμα· αν εγώ 'ξάργου πηγαίνω να πνιγώ, τούτο αποδείχνει μίαν πράξιν, και η πράξις έχει κλάδους τρεις· πράξιν, ενέργειαν, εκτέλεσιν· αραγούν αυτή 'ξάργου επήγε να πνιγή. Β’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Καλά, μόν' άκουσε, αγαθέ μου σκαφτιά.
Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλλίτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψι του εκαλλιτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξί του, κ' έφαε κ' ήπιε καλά στο πανηγύρι. 'Σε λίγον καιρό έγεινε καλά, εδυνάμωσε, κ' έζησε κ' είνε τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις. Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγήνα την γειτόνισσα. — Να, πάρε, κυρά Παναγήνα, τα δύο σβάντικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.
Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!
Πολλές φορές μ' άρεζε να πηγαίνω προς το ποταμάκι πότρεχε γοργό γοργό, και που στην ακροποταμιά του έπλυναν ως το γόνα μέσα στο νερό, τα κορίτσια χτυπώντας δυνατά με τα παχουλά τους μπράτσα τα ρούχα με τον κόπανο.
Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τώνομά τους καλά δεν ξέρω ακόμη, μα είνε άνθρωποι καλοί, κ' έχουν για όλα γνώμη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τους ξέρω τους παμπόνηρους, τους ψευτοπαινεψάρηδες• τάχα για τους ξυπόλυτους αυτούς και κιτρινιάρηδες δεν λες, που είν' ο Χαιρεφών με τον παληο-Σωκράτη; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δόσε μου τους φασιανούς που τρέφει ο Λεωγόρας• αλλοιώς, μα τον Διόνυσο, καθόλου δεν πηγαίνω.
Δεν πηγαίνω εγώ προς τον θάνατον, αλλ' ιδού ο θάνατος απρόσκλητος έρχεται προς εμέ. — Καλώς να έλθη! Εβδομάς παρήλθεν ολόκληρος, αντέχει δε στερεώς εισέτι ο άλλος πάσσαλος. Ουδέ τριγμός ουδέ σάλευμα. Θα περιμείνω με υπομονήν, δεν θα επισπεύσω την καταστροφήν. θα έλθη αφ' εαυτής, θα έλθη! Εδοκίμασα τι θα συμβή οπόταν συντριβή και πέση ο εξώστης. Έρριψα λίθον ογκώδη κατά κάθετον επί του βράχου.
Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένο 'ς τον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.
Ταλμούχ, μίαν ημέραν μου λέγει αυτός, επιθυμώ διά να πηγαίνω να ιδώ την πολιτείαν Κανταχάρ, και αν θέλης να με ακολουθήσης, δεν θέλεις μείνει κακοευχαριστημένος εις το να ιδής μίαν τέτοιαν πόλιν. Εγώ έχοντας επιθυμίαν διά να ιδώ και άλλον κόσμον, και ωσάν κάποιόν τι που με ετραβούσε, δεν του είπα το όχι.
ΘΑΝΑΤΟΣ Όσα κι' αν πης τα λόγια σου πηγαίνουν στα χαμένα και η γυναίκα σήμερα θα κατεβή στον Άδη. Πηγαίνω τώρα με αυτό το κοφτερό σπαθί μου να την αγγίξω. Και, καθώς πολύ καλά γνωρίζεις, ανήκει πια εις τους θεούς του Άδου, όποιος τύχη να του αγγίξη τα μαλλιά αυτή μου η ρομφαία. Η σκηνή μένει επί τινας στιγμάς κενή. Χορός γερόντων.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν