Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Εκείνη σήκωσε με έκπληξη τα μάτια και δεν πήρε το λουλούδι. «Μαντεύετε ποιος σας το στέλνει; Πάρτε το.» «Εσύ το έκοψες, εσύ να το κρατήσεις.» «Όχι, σοβαρά, πάρτε το ντόνα Νοέμι.» Κάθισε μπροστά της, καταγής, με σταυρωμένα τα πόδια σαν σκλάβος, κρατώντας τις πατούσες. Δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει, ήξερε όμως πως η κυρά μάντευε.
Και η ντόνα Έστερ πώς είναι; Μου επιτρέπετε να την επισκεφτώ;» Και να, στο γλαυκό μισοσκόταδο τα πράγματα βρίσκονταν ακίνητα στον τόπο τους: το μπαλκόνι επάνω, μαύρο στο γκρι φόντο του τοίχου, το πηγάδι με τα κόκκινα λουλούδια, η τριχιά στη σκάλα.
Έτρεμε και ίδρωνε και του φαινόταν πως θα λιγοθυμήσει. «Με την προϋπόθεση ότι η εξοχότητά σας θα παντρευτεί την ντόνα Νοέμι.» Και ο ντον Πρέντου έσκασε πάλι στα γέλια. Γελούσε, αλλά κρατούσε ακίνητο τον Έφις, σαν να ήθελε να τον εμποδίσει να φύγει. «Πόσο διασκεδαστικός είσαι, διάολε! Θα σ’ έχω μαζί μου για όλη μου τη ζωή, έτσι θα με διασκεδάζεις όταν είμαι άκεφος! Θα σε παντρέψω με τη Στεφάνα.
Αμέσως η ντόνα Έστερ κατέβηκε τις σκάλες δένοντας το μαντήλι της, έτοιμη να κάνει το διερμηνέα στους δυο αρραβωνιασμένους, ανάμεσα στους οποίους συχνά δημιουργούνταν παρεξηγήσεις επειδή η Νοέμι προσβαλλόταν με το παραμικρό και τα έπαιρνε όλα στραβά παρά την καλή θέληση του ντον Πρέντου.
Πρέπει να πάρεις κάτι, ή να ξεκουραστείς για μερικές μέρες», είπε η Νοέμι. «Α, ναι, ντόνα Νοέμι; Εγώ όμως σκέφτομαι να περπατήσω!» «Δεν είσαι καλά σου λέω. Μην αστειεύεσαι. Τι έχεις;»
Μπορεί να είναι για κάποιο κίτρινο γράμμα που είδα στο χέρι της ντόνας Νοέμι. Η ντόνα Νοέμι το διάβαζε και η ντόνα Ρουθ με άσπρο μαντίλι στο κεφάλι σαν καλόγρια, που σκούπιζε την αυλή, στεκόταν ακίνητη ακουμπώντας στη σκούπα και άκουγε». «Ένα γράμμα; Δεν ξέρεις από ποιόν είναι;» «Όχι, δεν ξέρω να διαβάζω.
Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνει.» Σταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.
Η ντόνα Έστερ ξανακάθισε πλάι του κι εκείνος την αισθάνθηκε που έτρεμε ολόκληρη. «Α, Έφις», μουρμούριζε. «Εκείνος είχε τη ιδέα από τότε κι εσύ δεν έλεγες τίποτε; Και έφυγες; Γιατί όμως; Για να πω την αλήθεια, όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Εγώ ποτέ δεν έμαθα τίποτε: μόνο οι ξένοι έρχονταν να μου το πουν, μόνο οι ξένοι.
Εκείνη την ώρα, ενώ το φεγγάρι ξεπρόβαλε σαν μεγάλο τριαντάφυλλο ανάμεσα στους θάμνους του λόφου και οι φλόμοι σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους στις όχθες του ποταμού, προσεύχονταν και οι κυράδες του Έφις: η ντόνα Έστερ, η μεγαλύτερη, ας είναι ευλογημένη, θα τον μνημόνευε σίγουρα κι αυτόν τον αμαρτωλό. Αρκούσε αυτό για να νοιώθει ικανοποιημένος και αποζημιωμένος για τους κόπους του.
Ο υπηρέτης κάθισε απέναντί τους και περίμενε. Η ντόνα Νοέμι όμως, αφού ξεδίπλωσε το κίτρινο χαρτί, το κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις και τελικά το ανέμισε οργισμένη. «Λοιπόν, λέει πως φτάνει σε λίγες μέρες. Αυτό είναι όλο!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν