Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Περπατάει και ο λαός τον ακολουθεί και στη μέση του κόσμου είναι αυτός, ο Έφις, που προχωρά, προχωρά, με το λουλούδι στο χέρι, με την καρδιά του να σκιρτά από τρυφερότητα… Οι γυναίκες ψάλλουν, τα πουλιά κελαηδούν. Η ντόνα Έστερ περπατάει πλάι στον υπηρέτη με γρήγορα μικρά βήματα, με το δάχτυλο έξω από τον κόμπο που κάνει το σάλι.

Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.

Κι εκείνος έβλεπε το σπίτι του ντον Πρέντου, με τις ροδιές γεμάτες φρούτα, τους φοίνικες, στα ψαθιά απλωμένα τσαμπιά σταφύλια και χρυσές κολοκύθες. «Η Νοέμι θα περάσει καλά… εκεί… θα τρώει καλά, θα παχύνει, θα δώσει λεφτά στην ντόνα Έστερ για να διορθώσει εδώ το μπαλκόνι. Θα περάσει καλά… Θα είναι σαν τη Βασίλισσα του Σαβά.

Στις αρχές του Μάη η ντόνα Νοέμι έμεινε μόνη στο σπίτι επειδή οι αδελφές της είχαν πάει στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο, όπως συνήθιζαν πάντα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, για να προσκυνήσουνόπως έλεγαναλλά και για να διασκεδάσουν λιγάκι.

Ήμασταν πάντα καλές φίλες με την ντόνα Ρουθ, αν και εγώ δεν είμαι από ευγενική γενιά.» «Εσείς έχετε την ευγένεια στην ψυχή», απάντησε γαλαντόμος ο Έφις, εκείνη όμως έστριψε ελαφρά το αδράχτι σαν να ήθελε να πει «δεν βαριέσαι!» «Και ο αδελφός μου ο Ρετόρος εκτιμάει πολύ τις κυράδες σου.

Σκεφτόμουν ότι ο Κύριος ήταν εκείνος που μ’ έκανε να φύγω. Φοβόμουν και ντρεπόμουν να παρουσιαστώ στον ντον Πρέντου μ’ εκείνη την απάντηση. Ναι, ντόνα Νοέμι, επειδή ο ντον Πρέντου με είχε πάρει στην υπηρεσία του μόνο και μόνο γι’ αυτό το σκοπό, το ξέρω. Σας αγαπούσε και ήθελε να είμαι εγώ ο ενδιάμεσος. Όταν, λοιπόν, εσείς είπατε όχι, όχι, εγώ έφυγα…»

Η ντόνα Ρουθ σιωπούσε την ώρα που κουβέντιαζαν οι αδελφές της, ίδρωνε όμως ακουμπισμένη στη ράχη της καρέκλας. με τα χέρια να κρέμονται σαν νεκρά στα πλευρά της.

Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.

Εκείνος έμοιαζε ν’ ακούει, με τα γυάλινα μάτια του μισόκλειστα, ήρεμος αλλά αποφασισμένος να μην απαντήσει σαν καλός υπηρέτης, γεμάτος σεβασμό. Η ντόνα Έστερ θυμήθηκε ότι του άρεσαν τα λουλούδια, έκοψε ένα γεράνι από το πηγάδι και του το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα, επάνω στο σταυρό. Στο τέλος σκέπασε το νεκρό με ένα ύφασμα από πράσινο μετάξι που το είχαν βγάλει για το γάμο.

Γιατί γίνεται αυτό, Έφις, πες μου, εσύ που έχεις γυρίσει τον κόσμο: παντού έτσι είναι; Γιατί η μοίρα μάς τσακίζει έτσι, σαν να είμαστε καλάμια;» «Ναι», της απάντησε τότε εκείνος, «ακριβώς σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε, ντόνα Έστερ μου. Να γιατί!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν