Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Το όνομα αυτό όμως δημιούργησε ένα τρομαχτικό κενό τριγύρω και ο Έφις είδε τη Νοέμι να πετιέται όρθια αναστατωμένη∙ ωχρή από θυμό και μίσος. «Έστερ!», είπε με τραχιά φωνή. «Είχες ορκιστεί να μην ξαναπροφέρεις το όνομά τουΚαι βγήκε, σαν να την έπνιγε η οργή. «Ναι», μουρμούρισε η ντόνα Έστερ, σκύβοντας στο αυτί του Έφις. «Τόσο τον μισεί που μ’ έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα ξαναπώ το όνομά του.

Μια κοντόχοντρη γυναίκα, μαυροντυμένη, με ένα λευκό μαντίλι γύρο από το σκληρό, μαυριδερό πρόσωπο, εμφανίστηκε στο μπαλκόνι. Έσκυψε, είδε τον υπηρέτη και τα μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια της άστραψαν από χαρά. «Ντόνα Ρουθ, καλημέρα, κυρά μου!» Η ντόνα Ρουθ κατέβηκε γρήγορα, αφήνοντας να φανούν οι χοντρές της γάμπες με τις τιρκουάζ κάλτσες.

Η Νοέμι γελούσε, με κακία στο βλέμμα των βαθιών της ματιών, και το γέλιο της αποθάρρυνε την ντόνα Έστερ περισσότερο απ’ όλα τα επιχειρήματα της άλλης της αδελφής.

Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.

Ο άρρωστος σήκωσε το δείχτη νεύοντας όχι. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, αφήστε με να πεθάνω σαν υπηρέτης.» «Μπροστά στο Θεό δεν υπάρχουν ούτε υπηρέτες ούτε αφεντικά», είπε η ντόνα Έστερ και ο ντον Πρέντου έσκυψε και έκανε να τον σηκώσει στην αγκαλιά του. «Πάψε, χαζέ. Πάψε

Εκείνος άκουγε, γαντζωμένος μπρούμυτα στο τοιχάκι και από τη μια μεριά έβλεπε την κουζίνα των κυράδων του και από την άλλη μια ομιχλώδη έκταση, όπως επάνω από το Βουνό Γκονάρε. Η ντόνα Έστερ ανέβαινε από την κοιλάδα με το πρόσωπο σκεπασμένο από μια μαύρη φτερούγα.

Η υπηρέτρια γύρισε στην εκκλησία και κοίταξε μήπως μπορούσε να πει στις κυρίες ότι ο υπηρέτης είχε έρθει, έτσι θα άφηναν ελεύθερο τον παπά Από τη μια μεριά του εξομολογητηρίου όμως στεκόταν η ντόνα Έστερ της οποίας φαινόταν η άκρη από το σάλι να προβάλει σαν μαύρη φτερούγα, και από την άλλη η ντόνα Νοέμι, με την πλάτη πού και πού να τρέμει ελαφρά κάτω από το μαύρο θαμπό ύφασμα και το πόδι της μακρύ και νευρώδες να προεξέχει από το ανασηκωμένο μεσοφόρι.

Γύρω του η ζωή έπαιρνε μια νέα όψη: ένα κύμα χαράς έμοιαζε να πλημμυρίζει το σπίτι όταν ερχόταν ο ντον Πρέντου: ήταν τα δειλά γέλια της ντόνα Έστερ, οι κουβέντες των αρραβωνιασμένων, τα σχέδια, οι φλυαρίες, οι ξαφνικές σιωπές από σεβασμό προς τον άρρωστο. Τότε εκείνος ένιωθε πως τους ήταν εμπόδιο και επιθυμούσε να φύγει.

Κατάλαβε ότι τον έδιωχνε και βγήκε στην αυλή, κοίταξε όμως μήπως μπορούσε να μιλήσει και με την ντόνα Νοέμι. Να την που βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει την κουβέρτα. Χαμένος κόπος να την παρακαλέσει να κατέβει, έπρεπε ν’ ανέβει εκείνος. «Ντόνα Νοέμι, μου επιτρέπετε μια ερώτηση; Είστε ευχαριστημένη

Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν