Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.

Εκεί είτανε φυλαγμένο το τελευταίο πουκαμισάκι του και το τελευταίο ζευγάρι κάλτσες, που φόρεσε. Εκεί είτανε τα μικρά του τετράδια με τα τραγούδια, η τελευταία λευκή καλοκαιρινή φορεσιά του με την όμορφη γαλάζια κορδέλα κι ο φιόγγος με τα ίδιο χρώμα στο λευκό κασκέτο. Εκεί είτανε φυλαγμένα τα μικρά χρωματιστά παπούτσια και τα βιβλία του μικρού Σβεν.

Ακόμη και τα δάχτυλά του, που ήταν τυλιγμένα με τη χρυσή καδένα επάνω στο στήθος του, έμοιαζε να γελάνε. Ο Έφις τον κοίταζε τρομαγμένος, με τα μάτια όλο αγωνία, σαν τραυματισμένο ζώο. «Μα εκείνος πεθαίνει από την πείνα! Τον είδα προχθές. Έμοιαζε με ζητιάνο με τρύπια παπούτσια. Ακόμη και το ποδήλατό του πούλησε, δε σου λέω τίποτε άλλο!» «Όχι, πείτε μου!

Εγώ από τον φόβον μου έως που να βγάλω εκείνα τα φορέματα και να ενδυθώ το ιδικόν μου ελησμόνησα εκεί μέσα το τσεκούρι και τα παπούτσια μου, και βγαίνοντας έξω από την σκάλαν, προτού να κλείσω την θύραν, βλέπω και ανοίχθη η γη, και ωσάν αστραπή εμβήκε μέσα το Τελώνιον.

Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Πίττες καλοφουρνίζονται, τα στέφανα στολίζονται, στραγάλια καρβουρδίζονται! Όλες η κόρες η πειό νηές ψήνουν αγάλια-αγάλια τη φάβα στα τσουκάλια. Και ένας πουτανιάρης και πρώην καβαλλάρης με τη στολή του ιππικού εκεί κοντά γυρίζει, και διαρκώς των γυναικών τα πιάτα καθαρίζει. Κι' ο Γέρων, μ' ένα φόρεμα κομψό και με κατσάρι, μ' ένα παιδί χασκάρει, κ' έχει παραρριμμένα παπούτσια του και χλαίνα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ εισέρχεται αριστερόθεν Λοιπόν, γυναίκες, εύγε μας! είχαμε και δεν είχαμε το πράγμα το πιτύχαμε. Αλλά πετάχτε γρήγορα, για το θεό, τας χλαίνας μη σας ιδή κανένας. Βάλτε και τα παπούτσια σας και τα κορδόνια λύστε τα, και τα ραβδιά αφήστε τα. Και συ διόρθωσ' τες καλά.

Κ' επειδή η κυρία Μαχαλά δεν τις ήθελε τέτοιες φασαρίες, σκέφτηκε να υπομονέψη ως που νάβρη την καλήτερη. — Άμα την εύρω, δίνω τα παπούτσια στο χέρι της σουρεκλεμές· συλλογίστηκε. Μα τι παράξενο! Πέρασαν δυο μήνες και ξέχασε την υπομονή της. Όχι την ξέχασε· δεν τη χρειάστηκε καθόλου. Η Ασημίνα απ' όλες τις συμφωνίες της δεν κύτταξε ως τώρα παρά εκείνες που εσύφερναν τ' αφεντικά της.

Η Σμάλτω, ενώ ήτο καταπικραμένη διά την ζωήν εις την οποίαν μετέπεσε, προσεποιείτο εν τούτοις την ευτυχισμένην, την γελαστήν, όλη πετώσα, όπως έπρεπε να ήνε γυνή νεόνυμφος, ώστε έκαμνε τους γείτονας να λέγουν περί αυτής, ίνα παραστήσωσι την χαράν της, ότι εγέλων και τα παπούτσια της. Εντός όμως η καρδία της έπαλλε διά την προτέραν ανύπανδρον ζωήν και την επόθει ενθέρμως.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν