Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Και η άχνα όσο θολώνει τον κάμπο πιο πολύ, σιγά απαλά μου απλώνει και μέσα στην ψυχή, κι ό τι έχω ξεχασμένο στα βάθη του καιρού μου το ξυπνά θλιμμένο και ζωντανό στο νου. Κι ως να είν' το παραθύρι προς τη ζωή ανοιχτό, έχει η ψυχή μου γείρει και κλαίει κάθε σβηστό· κάθε καλό χαμένο, κάθε παλιά χαρά και κάθε μου πνιγμένο στης λήθης τα νερά.
Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.
Αλλά ζητώ το εξής: Να παραγγείλετε στο Βασιληά Αρθούρο να έρθη με τ' άλογό του μαζύ με τον άρχοντα Γκωβαίν, τον Ζίρφλετ, τον αυλάρχη Κε, και εκατό ιππότες ως τα σύνορα της χώρας σου, στον Άσπρο Κάμπο, στην όχθη του ποταμού που χωρίζει τα Βασίλειά σας. Θέλω κει, μπροστά σ' αυτούς να ορκιστώ, κι' όχι μοναχά μπροστά στους βαρώνους σου.
Κι' ολοτρόγυρα τα Καμποχώρια, αμέτρητα μικρά και μεγάλα χωριά, που στολίζουν με τα σπιτάκια τους κάθε όχτο κάμπο και κάθε ριζό βουνού.
— Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας . . . τότε η καμπούρα φεύγει από πάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν . . . Κι' όλοι μας γινόμαστε ίσιοι, ίσιοι και όμοιοι, ίσωμα, σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση. Αίφνης της γραίας της ήλθε μία ιδέα.
Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.
Κι' ολόγυρ' από τα χωριά κι από τον κάμπο ορθώνονται σα φράχτες και σα ταμπούρια, οι λόφοι, τα χαμηλώματα των γύρωθε βουνών, οπ' αναβαίνοντας απανωτά σα σκαλοπάτια σχηματίζουν σιγά σιγά τα ψηλά κι άγρια και κακοτράχαλα καταρράχια του Πίνδου, του Σουλιού και του Δέλβινου, που κλειούν περίγυρα σα γιγάντιες κορνίζες, τη μεγάλη αυτή κι ωμμορφότατη εικόνα.
Και φέρνοντάς την στο βωμό ο γνωστικός Δυσσέας, 440 στα χέρια του γερο-γονιού τη δίνει και του κάνει «Γέρο, στη Χρύσα ο βασιλιάς με στέλνει να σου φέρω την κόρη, κι' εκατοβοδιά να σφάξουμε του Φοίβου, για ναν του σπλαχνιστεί η καρδιά τους Αχαιούς που τώρα στον κάμπο πολυστέναχτες τους έστειλε λαχτάρες.» 445 Είπε, και του την έδωκε στα χέρια· το παιδί του το πήρε ο γέρος με χαρά.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος
Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχα — ήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν