Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Κι' αν θέλης πάλι κάθεσαι και μου βοηθάς 'ς το θέρο Όσο να ισκιώσουν τα ριζά και να μας πιάκ' η νύχτα, Να πάμε 'ς την καλύβα μου να κοιμηθούμε αντάμα. — Εγώ είμαι κόρη του βουνού και τσέλιγγα κοπέλλα, Τον κάμπο εγώ δεν τον φτουρώ και χλιό νερό δεν πίνω, Δεν εχεράκωσα ποτέ δρεπάνι εγώ για θέρο, Δε ζάρω από χερόλαβα, να πήγω γάλα ζάρω, Ζάρω ν' αρμέω τα πρόβατα, να σαλαγάω τα γίδια.
Και τη στιγμή σα διάβαινε τη χώρα και θωρούσε το Ζερβοπόρτι, όθε είτανε όξω να βγει στον κάμπο, να τη απ' αγνάντια πρόβαλε τρεχάτη η Αντρομάχη, τ' Αητιού του λιονταρόκαρδου η μυριοπλούσια κόρη, 395 τ' Αητιού που βασιλιά άλλοτες τον είχαν οι Κιλίκοι πέρα στη Θήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος· να τίνος ρήγα ο Έχτορας την κόρη είχε γυναίκα.
Ποιος ηξεύρει σε ποιο κάμπο θα ήσαν τώρα σκόρπια τα κόκκαλά του, αν δεν είχε την τύχη να ξεπέση στο χωριό σας, αν δεν ευρίσκετο η αγία αυτή γυναίκα, η βαλιδέ η μητέρα σου, να τον προμαζεύση στο σπίτι της και να τον κυττάξη.
Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει, 75 κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες, λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε· σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο, κι' έπεσε ανάμεσα στους διό.
Κι' ο Γλάφκος, τ' Απολόχου ο γιος, των Λυκιωτώνε ο πρώτος, μέσα στη βράση της σφαγής καρφώνει το Βιφίνο, του Δέξη γιο — ότι πήδηξε μες στο γοργό του αμάξι — 15 στον ώμο, κι' έπεσε νεκρός μέσα απ' τ' αμάξι χάμου. Και σαν τους πήρε μυρουδιά του Δία η θυγατέρα θεά Αθήνα, πως λιάνιζαν τους Αχαιούς στη μάχη, χύθηκε τότε απ' την κορφή την Ελυμπήσα κάτου να πάει στον κάμπο τον πλατύ.
Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, 425 και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλω!» Έτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του την ομορφοζωσμένη νιά. 430
Όσο η ζεστή σκιά του σπιτιού σκέπαζε την αυλή κι η μυρωδιά του φλόμου έφτανε από τον κάμπο, τόσο πιο έντονα θυμόταν την φυγή της Λία. Να, είναι ένα δειλινό σαν κι αυτό∙ το λευκοπράσινο Βουνό γέρνει πάνω από το σπίτι, όλος ο ουρανός χρυσίζει. Η Λία είναι στις επάνω κάμαρες και πηγαινοέρχεται σιωπηλή.
Κι' ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι, 475 τότες στου ξύλου πλάγιασαν κοντά το παλαμάρι. Κι' έφεξε η ροδοδάχτυλη νυχτοθρεμένη Αβγούλα, και τότες πια τα πρύμισαν πίσω να παν στον κάμπο.
Κατά τους χρόνους της επαναστάσεως πολλάκις από του Κάστρου, διασχίζουσα τα καταγώγια των κλεφτών, κατέβαινεν «εις τον κάμπο» προς συλλογήν του ελαιοκάρπου τώρα όμως δεν είχε να κάμη πλέον με ανθρώπους.
'Στόν πύργο κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβαις, Κι' όλο αρμαθιάζει τα φλουριά και τα μαργαριτάρια. Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε τα κρέμαε 'ςτο λαιμό της, 'Στά παραθύρια ξέβγαινε και γλυκοτραγουδούσε. Ξανοίγει γλήγορο άλογο 'ςτήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει 'ςτό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή 'ςτά νέφια, Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν