Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Πώς ποταμός βουνόπεφτος γιομάτος το χειμώνα ορμάει στον κάμπο, από βροχή του Δία φουσκωμένος, και πλήθος ξεροπρίναρα, και κούτσουρα 'να πλήθος, σέρνει, και πλήθος στο γιαλό θυμάρια κατεβάζει· 495 έτσι όρμαε κι' έτσι σάρωνε τον κάμπο τότε ο Αίας κι' έσφαζε αθρώπους κι' άλογα.
Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.
Και σα μεγάλα σύγνεφα μυιγώνε σωρεφτώνε που πλημμυρούν την άνοιξη σε προβατήσα στάνη, 470 τότες που γύρω ξεχειλάει το γάλα στις καρδάρες, τόσοι στον κάμπο στέκουνταν κι' οι Δαναοί στους Τρώες αγνάντια, και δεν έβλεπαν την ώρα ναν τους σκίσουν.
Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.
— Κι είστε πολλές φαμελιές στο χωριό; — Το καλοκαίρι θάμαστε καμμιά δεκαπενταριά· τόρα το χειμώνα κατεβαίνουν κάτου στον κάμπο του Βραχωριού οι μισές. Άη!, που να καψοζήση άνθρωπος δω απάνω, σα δεν έχη το είνε του. — Και τόχετε το είνε σας γέροντα; — Να, καλαμποκάκι κι άγιος ο Θεός. Και σάματ' έχεις να το ψήσης κι' αυτό. Κάνουμε τηγανιές, αλεύρι και γουρνόξυγκο μέσα, κι ίσια που ρουπώνουμε.
Και γύρα, κατά τες άκρες, που τα πλευρά του κατεβαίνουν στον κάμπο βραχόσπαρτα, ζώνεται το βουνό με καταχαλασμένα θεμέλια πολύγωνου κάστρου, γιομάτου πύργους και παραπόρτια, χτισμένου πρώτα με μεγάλα χοντροκομμένα πελασγικά ξερολίθια κ' ύστερα με μικρά λιανολίθαρα συγκολλημένα μ' ασβεστόχωμα και με βύσαλα.
Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμπο.» Είπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120
Είμουνα εγώ ο καβαλλάρης που έτρεχα στον αγκαθωτό τον κάμπο, χωρίς κανείς να μπορή να με φτάση για να κερδίσω το στοίχημα του βασιλιά. ΑΝΝΟΥΛΑ Αλήθεια; Και είσουνα εσύ που ανάστησες το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο; ΣΤΑΥΡΟΣ Το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο δεν αναστήθηκε ακόμα.
Εκείνες πάλε οι διο γυρνούν στου Δία τα παλάτια, η σώστρα η κόρη του Διός κι' η κρουσταλλόκορφη Ήρα, μιας κι' ο αχόρταγος θεός παράτησε τους φόνους. Κι' έμειναν μόνοι οι Δαναοί να πολεμάν κι' οι Τρώες· κι' ώρα ξανάσμιγαν δεξά ώρα ζερβά στον κάμπο, κι' έρηχναν ένας τ' αλλουνού τα φράξινα κοντάρια ανάμεσα απ' τα ρέματα του Ξάνθου και Σιμόη.
Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα. Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκα — δώδεκα κόμπους την ώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν