Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Αλλ' από βαθέος όρθρου, ο Λάμπρος ο Βατούλας οσφρανθείς, φαίνεται, το δόλωμα των αντιπάλων, έσπευσε να ξυπνήση τον καπετάν-Νικολάκην, το Τρυποκαρύδι, ένα των στενωτέρων φίλων του, και επιβιβασθέντες οι δύο εις ωραίον κόττερον, έλυσαν τα πανιά, εσήκωσαν την άγκυραν, και ανάψαντες τους ναργιλέδες των με τα κάρβουνα, τα οποία είχαν λάβει από το καφενείον του γέρο-Ακούκατου, όστις αγρυπνότερος αλέκτορος ήνοιγε το καφενείον τέσσαρας ώρας πριν φέξη, εξηπλώθησαν παρά την πρύμνην καπνίζοντες και πλέοντες τη βοηθεία της πρωινής απογείου αύρας.
Είτα, πριν φθάση εις το καφενείον, είδεν έν κόττερον και δύο μεγάλας λέμβους, αίτινες είχαν φθάσει, και την στιγμήν εκείνην ηγκυροβόλουν προ της αποβάθρας.
Ενθυμείται έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης.
Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.
— Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον. — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε; — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.
Μετά έν έτος ο Στεφανάκης, ο αρραβωνιαστικός του Χρυσού, νέος τριάκοντα ετών, ναυτικός κατά πρώτον και ήδη διατηρών καφενείον, ως ακινδυνωδέστερον στάδιον του βίου, ήρχισε τα κακιώματα και τας αναβολάς του γάμου, αφού είχεν έμβη πλέον μέσα εις το σπίτι του κοριτσιού. Ωχ και να ιδής τότε φείδια που την έζωναν την Μιλάχρω. Φλόγες καυστικώτεραι από τας φλόγας του φούρνου έψηνον το πρόσωπόν της.
Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης, χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω, διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον, λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το γραφείον λέγων· — Εννηάμισυ! — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.
Αλλά πώς άλλως να γείνη; Ξενοδοχείον δεν υπήρχε· προτού αρχίσωμεν την ανάβασιν, εξέφρασα την ιδέαν να διανυκτερεύσωμεν εις το καφενείον της Σκάλας, αλλ' ο αγωγιάτης εξανέστη. — Πώς γίνεται! Τι θα 'πή ο Κύριος Μελέτης! Άλλως, δεν εφανταζόμην ότι θα διαρκέση τόσην ώραν η ανάβασις.
Την επαύριον της σκηνής εκείνης, όταν ο σύζυγός της έλειπεν εις το βουνόν, η Μιλάχρω εξετίναξε μετά προσοχής το κλινίδιον πλην δεν εύρε τίποτε. Δεύτερον, της έλεγον ότι εις το καφενείον κάθηται πάντοτε χαρούμενος και πίνει ναργιλέδες πολλούς και πληρόνει τακτικά, και κάπου κάπου τρατάρει.
Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην ανάπαυσιν. — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν