Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.

Έχεις ερωμένον; ηρώτησεν ο Ρούντυ. Αι σκέψεις του κατηυθύνοντο όλαι εις τον έρωτα. — Δεν έχω! απήντησε το κορίτσι και εγελούσε· αλλά όμως εφαίνετο 'σάν να μην ήσαν αληθινά τα λόγια της. «Ας μην κάνωμεν όμως λοξοδρομίαςείπε αυτή. «Πρέπει να πάμε αριστερώτερα, διότι είναι συντομώτερος έτσι ο δρόμος».

« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Εκεί ήρχοντο συχνά Αγγλογάλλοι. Είχαν σταθμούς εκεί κοντά. Τους έπλυνα τα ρούχα και μου έδιναν ασημένια φράγκα. Έβλεπαν το κορίτσι μου, την Κατήγκω μου, που μεγάλωνε σιγά-σιγά, κ' εκόντευε να χρονίση. Την εχάδευαν κ' έλεγαν· «Πίκκολο! πίκκολο

Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου; — Και την αδερφή σου; Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. — Και συ! απήντησε το κορίτσι.

Το παραζάλισαν οι δασκάλισσες κ' οι αρραβωνιαστικοί. Το κορίτσι, φυσικό του είναι να θέλη ναρέση. Ταξιδεύει ο γαμπρός ως την Πόλη, φέρνει μαζί του όσα βιεννέζικα στολιδάκια μπορεί. Το κορίτσι τα βάζει, και μασκαρεύεται για ναρέση. Ό,τι κι αν κοιτάξης μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς.

Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε·Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν