Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Η Σοφούλα σιωπηλή ίστατο ως απομαρμαρωθείσα. Η δε γραία εξηκολούθει να εκφέρη στεναγμούς και οιμωγάς οδυνηροτέρας της παθούσης ωραίας παρθένου: — Αχ! πάει το κορίτσι! Τώχασα το κορίτσι! Κλαυθμηρώς και διακεκομμένως ως μοιρολόγημα επί νεκρώ προφέρουσα τας συλλαβάς. — Δεν έσπαζα το πόδι μου να μην έλθω; Έλεγε συνεχώς· και τύπτουσα την κεφαλήν της επανελάμβανε: — Η λαχταρισμένη! Η πλαντασμένη!
Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαροκαμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρισμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζη αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιανούλα! Ή τάχα πρέπει να τ' ακούν κ' οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τάκουσαν, τι ωφελήθηκαν!
Ο άσχημος άνθρωπος — έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός — αγάπησε τομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα — νύκτα περνούσε κάτω απ' το σπίτι του κοριτσιού και κύτταζε στα παράθυρα μ' ένα παράπονο, που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Ταδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι' αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώση και κανένας.
Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
— Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;
Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.
Εις την πόρτα εστέκετο μία νέα κόρη, που την παρωμοίαζε με την Αννέτταν, την κόρην του διδασκάλου που μια φορά την είχε φιλήσει εις τον χορόν αλλά δεν ήτο η Αννέττα· μόλα ταύτα είχε ιδή κάποτε προτήτερα το κορίτσι, ίσως εις το Γκρίντελβαλτ εκείνο το βράδυ, που από την σκοπευτικήν εις το Ιντερλάκεν εορτήν επανήρχετο, — Πώς ευρίσκεσαι εδώ; ηρώτησε. — Είμαι εδώ στο σπίτι, βόσκω το κοπάδι μου!
Εκεί επάνω, εις τον κρημνόν, έβλεπε της νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήσαν πιασμέναι εις χορόν, κ' εχόρευαν «στον καλό τους καιρό», κ' ετραγωδούσαν. — Και τι τραγούδι, έλεγαν, μάνα; ηρώτησεν η μικρά Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, την μητέρα της. — Έλεγαν, κορίτσι μου : «Ακούτε μας· μιλάτε μας· ημείς, καλές κυράδες . . .» — Ήθελα κ' εγώ να τώβλεπ' αυτό, μάνα, είπεν ο Φάλκος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν